"Απ' το αλλόκοτο γεννιέται η ποίηση"
Η Αβάνα είναι ο μέγας πρωταγωνιστής της αφήγησης στο έργο του Καμπρέρα. Η μουσική, τα καμπαρέ, η αφροκουβανέζικη κουλτούρα, ο έρωτας, η αποικιακή αρχιτεκτονική, συνιστούν κάτι παραπάνω από ένα απλό πλαίσιο αναφοράς και αναδύονται ως αυτόνομη οντότητα. Η αστική, εξαμερικανισμένη προεπαναστατική Κούβα προβάλλει ανάγλυφη με όλες τις ταξικές της αντιθέσεις καταρρίπτοντας εν πολλοίς τον μύθο της υπανάπτυξης για την οποία τόσα έχουν γραφεί. Οι τέσσερις «σωματοφύλακες» που εναλλάσσονται στην αφήγηση με πλείστους άλλους δευτερεύοντες ήρωες ζουν τις μέρες και τις νύχτες τους περιφερόμενοι στο πολύχρωμο τοπίο της Αβάνας, πίνοντας, χορεύοντας, ερωτευόμενοι, κυρίως όμως συζητώντας σε ποικίλες ιδιολέκτους που αντλούν από τις ντοπιολαλιές του νησιού αλλά και από φιλολογικές επιρροές. Το σινεμά, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η φιλοσοφία δεν λείπουν από αυτές τις ενίοτε- συνειδητά- ακατανόητες αφηγήσεις που εντέλει επιστεγάζονται από τη μουσική.
Μιχάλης Μοδινός, Τα Νέα, «Βιβλιοδρόμιο», 20.03.10
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο του Μιχάλη Μοδινού και εδώ ένα κείμενο του ιδίου, γραμμένο μια δεκαετία και πλέον αργότερα για το ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτες, όταν ξαναδιάβασε το βιβλίο εν μέσω της καραντίνας για τον κορωνοϊό και "ανταμείφθηκε πολλαπλώς".
Οι Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις στο SOUL
Αν και από κάποιους εγγράφεται στη μεγάλη παράδοση του Μαγικού Ρεαλισμού, ο Καμπρέρα Ινφάντε στέκει πιο κοντά στους μοντερνιστές. Η γλώσσα του (που την αναδεικνύει στο έπακρο η λαμπρή –απευθείας από τα κουβανέζικα– μετάφραση του Γιώργου Ρούβαλη) είναι γεμάτη από ρηξικέλευθα παιχνιδίσματα, ολοζώντανη, που αφουγκράζεται τους ήχους της καθημερινότητας της Αβάνας, είναι μια γλώσσα ανατρεπτική. Αν ένα έργο του 20ού αιώνα συγγενεύει στο ύφος και στη γραφή με το ξεχασμένο αριστούργημα, είναι σαφώς ο Οδυσσέας.
Θανάσης Μήνας, SOUL, Απρίλιος 2010
'Ενα βιβλίο "μαγικό"...
Στην αρχή το αναγνωστικό σοκ είναι μεγάλο, μετά μπερδεύεσαι από τα πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν, από την αφήγηση που δεν έχει συνοχή (με την γραμμική έννοια), γρήγορα όμως σε παρασύρει η γοητεία και το παιχνίδι με τις λέξεις και περνάς τόσο καλά όσο σε ελάχιστα βιβλια. Εδώ είναι και το «μυστικό» για να απολαύσει κανείς αυτό το ιδιόμορφο μυθιστόρημα. Πρέπει να «αφεθεί» στον ρυθμό του, να γευτεί τις μυρωδιές και τους χυμούς του, να νιώσει βαθιά στο πετσί του την υγρασία και τον ερωτισμό της Αβάνας, να κλείσει για λίγο το βιβλίο και να «ταξιδέψει» με το κάμπριο του Κουέ στην Μαλεκόν με το αεράκι της θάλασσας να τον χαϊδεύει. Δεν έχω διαβάσει βιβλίο να περιγράφει τόσο ωραία και τόσο ζωντανά την νυχτερινή Αβάνα – και μπορεί η ιστορία της Εστρέγια της χοντρής μαύρης τραγουδίστριας να συγκινεί και σχεδόν να ταυτίζεσαι με τον Ερεμπό που μαγεύεται από τη φωνή της αλλά η πρωταγωνίστρια, η ηρωίδα του βιβλίου είναι η Αβάνα και η μουσική της που περιγράφεται έτσι όπως ίσως να μην υπήρξε ποτέ παρά μόνο στη φαντασία του συγγραφέα – όπως μόνο το Δουβλίνο του Τζόυς, η Τεργέστη του Σβέβο, το Μπουένος Άιρες του Μπόρχες, η Ρώμη του Φελίνι υπάρχουν. Ο Καμπρέρα αφήνει την φαντασία του (αλλά και την νοσταλγία του) να οργιάσει και η πόλη αποκτάει τις μυθικές διαστάσεις του Μακόντο του Μάρκες,πλανεύτρα και ξελογιάστρα χορεύοντας στους κουβανοαφρικάνικους ρυθμούς.
librofilo.blogspot.com, 11.01.2011
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το κείμενο του blogger librofilo για το Τρεις Ταλαίπωροι Τίγρεις. Διαβάστε επίσης εδώ την παρουσίαση του βιβλίου στο δημοφιλές blog "Πανδοχείο".
Στον αστερισμό της Αβάνας
Στις Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις ο μεγάλος κουβανός συγγραφέας Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε αφηγείται τις καθημερινές περιπέτειες μιας παρέας τεσσάρων ανδρών, του συγγραφέα Σιλβέστρε, του τηλεπαρουσιαστή Αρσένιο Κουέ, του μουσικού Εριμπό και του φωτογράφου των αστέρων των καμπαρέ Κόντακ. Ανθρωποι εύθυμοι, που βολτάρουν, πίνουν στα μπαρ, ερωτεύονται, και έπειτα καταλήγουν να συζητούν μέχρι πρωίας, με μια μελοδραματική πάντα διάθεση για τη ζωή. Παράλληλα, άλλες ιστορίες, όπως της Εστρέγιας, που τραγουδούσε τα μπολερό, ή οι αδιέξοδες ψυχαναλυτικές συνεδρίες μιας γυναίκας, έρχονται για να συμπληρώσουν το παζλ της μίας και μόνης μορφής, που έρχεται και επανέρχεται ως άμπωτη σε όλες τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος και δεν είναι άλλη από τη φαντασματική υπόσταση μιας πόλης, της πόλης, που δεξιώνεται στα ζεστά και σκονισμένα σοκάκια της όλο τον πυρετό αυτών των αφηγήσεων, όλο το αδιέξοδο αυτής της περιπλάνησης και αυτή η πόλη δεν είναι άλλη από την Αβάνα. Την Αβάνα της μουσικής, που χρωματίζει όλη την έκταση αυτού του βιβλίου.
Ενας από τους ταλαίπωρους τίγρεις ερωτεύεται τη φωνή ενός μπολερού, αυτή τη φωνή της Εστρέγια, αφιερώνεται όλος σ' αυτή τη φωνή, την ακολουθεί σε όλη την έκταση των σελίδων. Μια αισθηματοποιημένη τοιχογραφία, φθαρμένη, όμως, πάντα από την υγρασία της θάλασσας, απ' την αλμύρα του ίδιου νοτισμένου αέρα. Σ' αυτή την ομίχλη, που σβήνει με τις αφηγήσεις και τα ίχνη της ίδιας της πόλης, που δεν είναι πλέον μια πόλη, αλλά «ο αντικατοπτρισμός μιας πόλης, ένα φάντασμα», όπως λέει και ένας από τους τίγρεις του βιβλίου, όταν χάνει τον ορίζοντά της και νιώθει να μετεωρίζεται αδύναμος τότε στους στροβίλους της μελαγχολίας. Από τη μια, λοιπόν, αυτό το σκηνικό της πόλης, με τα μπολερό της Εστρέγια και από την άλλη αυτή η αδυναμία της ίδιας της γλώσσας να παρηγορήσει τον άνθρωπο.
Οι συνεδρίες της ψυχαναλυόμενης γυναίκας, που επανέρχονται μέσα στο κείμενο, μαρτυρούν το αδύνατο των εξομολογήσεων, «να μιλάς σε αυτόν που δεν σου μιλάει», που είναι ήδη αλλού. Είναι αυτές οι εξομολογήσεις, που εκτρέπουν το ομιλιακό ύφος του κειμένου στις δίνες των γενεσιουργών του εικόνων.
Γίνονται έτσι αυτές οι καθαρές και εύθυμες φωνές αυτή η ίδια η μελαγχολία της σκέψης, το εναέριο σκηνικό μιας αδυναμίας. Συζητήσεις που ελίσσονται διαρκώς, αλλά που ποτέ, όμως, δεν καταλήγουν πουθενά. Ενας από τους ήρωες του βιβλίου είναι και ο Βουστροφηδόν, ο πειραγμένος του εγκέφαλος αντέστρεφε τις λέξεις, η γλώσσα δεν ήταν γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα λογοπαίγνιο. Μια γλωσσική διαθεσιμότητα, που διανοίγει και για το ίδιο το μυθιστόρημα του Ινφάντε έναν ολόκληρο ορίζοντα διαφυγής, τον γλωσσικό ορίζοντα του λογοτεχνικού παιγνίου.
Ταλαίπωροι τίγρεις, φαντασματικά πρόσωπα, που περιφέρονται στα σοκάκια της πόλης, από το ένα καμπαρέ στο άλλο, σε αέναες και αδιέξοδες περιπλανήσεις, σε λευκές σιωπές, σε γεωμετρίες ονομάτων, που δεν ησυχάζουν. «Πλέαμε ανάμεσα σε κτήρια από καθρέπτες, στραφταλίσματα που μας θάμπωναν τα μάτια». Μια φαντασματική, εν τέλει, γραφή, αυτή ακριβώς που αφήνει και το κατοπτρικό της ίχνος στη σελίδα 283, το αδιάγνωστο και αδιανόητο, όπως άλλωστε και η ίδια η Αβάνα, καθώς υποχωρεί στη βροχή.
Αποστόλης Αρτινός, "Βιβλιοθήκη" Ελευθεροτυπίας, 28.10.11
Διαβάστε επίσης στον Οδηγό Ανάγνωσης την πολύ χρήσιμη εισαγωγή του μεταφραστή Γιώργου Ρούβαλη και τις πρώτες σελίδες του αριστουργήματος του Καμπρέρα. Δείτε επίσης την κριτική του Λευτέρη Καλοσπύρου στο λογοτεχνικό περιοδικό Διαβάζω. Διαβάστε τέλος εδώ μια παρουσίαση του βιβλιου στο blog ficciones του Βασίλη Δρόλια.