1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
Σειρά: Ballpen
Στη νέα σειρά Ballpen o Τόπος εντάσσει βιβλία με αθλητικό περιεχόμενο γενικότερου πολιτισμικού ενδιαφέροντος.
Τι λένε άραγε οι νεότεροι, έχασαν ή δεν έχασαν που δεν πρόλαβαν τον Κούδα, τον Σιδέρη και τον Δομάζο, τον Παπαϊωάννου, τον Χρηστίδη και τον Χατζηπαναγή να σπέρνουν δέος και συγκίνηση στα γήπεδα;
Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Δ. Μπλιάτκας περιγράφει πρόσωπα και πράγματα που καθόρισαν την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου με έμφαση στη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα. Λέξεις και εικόνες οικείες. Η Λεωφόρος, το Καραϊσκάκη, η Τούμπα και η Φιλαδέλφεια, τα μαξιλαράκια και η τσιμεντένια κερκίδα, τα σουξέ των 45 στροφών στα μεγάφωνα, ο Καζαντζίδης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Σαββόπουλος. Δίπλα σ’ όλα αυτά, άλλες εικόνες και μουσικές, σαν από κάποιο μακρινό πλανήτη, οι Μπιτλς, ο Μπόμπι Μουρ και ο Μπεστ, το πετινάρι της Τότεναμ και η Σάντος του Πελέ…
Το βιβλίο περιέχει πάνω από πενήντα ιστορίες που αναφέρονται σε σημαντικά γεγονότα της κοινωνικής και πολιτικής ακόμα ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σοβαρά και σπαρταριστά επεισόδια από μια εποχή αθωότητας αλλά και συγκρότησης της φυσιογνωμίας του ελληνικού ποδοσφαίρου όπως το ξέρουμε σήμερα.
Τα κείμενα κοσμούν μερικές από τις καλύτερες φωτογραφίες της εποχής από γνωστούς φωτογράφους όπως ο Ανδρέας Καλογερόπουλος και ο Μιχάλης Παππούς.
Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος γράφει για το βιβλίο
Ο Κώστας Μπλιάτκας αποφάσισε να μεταφέρει τα κείμενα που κόσμησαν για ένα μεγάλο διάστημα την στήλη του σε αυτή την εφημερίδα, σε ένα βιβλίο που σκοπός του είναι να δείξει στους νεότερους μία άλλη εποχή του ποδοσφαίρου. Μία εποχή που το κυριακάτικο απόγευμα ήταν συνυφασμένο με το ραδιοφωνάκι κολλημένο στο αυτί για να ακούσουμε τα ματς. 'Η πάλι μέσα σε κάποιο γήπεδο για να απολαύσουμε τη μαγεία τού να παρακολουθήσουμε μπάλα. Σε μία εποχή που τα πάντα φτάνουν με ρυθμούς καταιγιστικούς μέσα από την τηλεόραση και τον υπολογιστή, εκείνος ο μοναδικός μυστικισμός που αισθανόμασταν περνώντας την πόρτα του γηπέδου και βλέποντας το πράσινο χορτάρι, δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο χαρτί. Το πρώτο πράγμα που έκανα παίρνοντας το βιβλίο με τον ευρηματικό τίτλο «Λυπάμαι, χάσατε» ήταν να το ξεφυλλίσω και να σταθώ στις φωτογραφίες. Οταν ο Αλέξης Σπυρόπουλος μου είπε ακριβώς το ίδιο πράγμα την Τρίτη το βράδυ στο Στάδιο Καραϊσκάκη, αισθάνθηκα απενοχοποίηση! Γιατί η εικόνα για όλα εμάς τα παιδιά που μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’70, ήταν πάντα πολύτιμη, μονάκριβη, σπάνια, όχι δεδομένη όπως για όλα τα παιδιά του 21ου αιώνα. Οι Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ που στηρίζουν, και το ξέρω προσωπικά από το δικό μου βιβλίο, τις αθλητικές προσπάθειες, πρέπει να αισθάνονται υπερήφανες που ένα τόσο καλαίσθητο έργο ήρθε να προστεθεί στη φτωχή εγχώρια αθλητική βιβλιογραφία, για την οποία παλεύει να βελτιωθεί χρόνια τώρα ο Κώστας με τις εξαιρετικές βιογραφίες του Κούδα και του Αντωνιάδη. Περιττό να πω πως άνθρωποι σαν αυτόν τιμούν τον χώρο σε εποχές που ο χουλιγκανισμός ευδοκιμεί ακόμη και στα δημοσιογραφικά γραφεία!
SportDay 16.11.1
"Βιβλίο ασπρόμαυρο με διάθεση 100% φωτεινή!"
Δικαίως το σχήμα του βιβλίου θυμίζει άλμπουμ φωτογραφιών: το φωτογραφικό υλικό του, αποστακτήριο μνήμης και ιστορίας, σε συναρπάζει. Υλικό πολυποίκιλο, ασορτί με τα βιώματα, τις σκέψεις και τα σχόλια του συγγραφέα, του γνωστού συναδέλφου Κώστα Μπλιάτκα. «Λυπάμαι, χάσατε!», ο τίτλος (Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, πρόλογος Χρήστου Σωτηρακόπουλου).
Βλέπεις τον Κρόιφ να κινείται προς την εστία του ΠΑΟΚ (1973), αλλά νομίζεις ότι θα πέσει πάνω στον Ολυμπιακό των 50s, προτού... χαιρετήσει τον μακρυμάλλη Διονύση Σαββόπουλο του 1969! Σε κάποιες στιγμές απολαμβάνεις την ασφάλεια του ανθρώπου που έχει δει... το έργο: κοιτάζεις τα πλήθη που συρρέουν στο «Γουέμπλεϊ» την 25η Νοεμβρίου 1953 και σού 'ρχεται να πεις: «Πού τρέχετε, μωρέ, η Εθνική σας θα χάσει 6-3 από τους Ούγγρους. Χαλάλι, όμως, θα λέτε στα εγγόνια σας ότι παρακολουθήσατε το ματς που δίδαξε πώς πρέπει να παίζεται το ποδόσφαιρο». Θα καγχάσεις εάν τυχόν θυμηθείς τι είπε ο άσος των Αγγλων Τομ Φίνεϊ προτού αρχίσει το ματς εκείνο: «Σήμερα θα γελάσουμε, ειδικά με αυτόν τον χοντρούλη». Τον Πούσκας εννοούσε! Πού να 'ξερε...
Στο κείμενο του Μπλιάτκα παρελαύνουν μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου, εξιστορούνται σημαντικά γεγονότα και άγνωστα περιστατικά. Επιπροσθέτως το βιβλίο... ακούγεται. Το soundtrack δεν περιορίζεται στη βοή των κερκίδων ή τις φωνές των παικτών. «Γραπώνει» και τους ήχους των αντίστοιχων εποχών. Πολιτικές ατάκες, λαϊκά τραγούδια, ροκ και ποπ ακούσματα -από τον Καζαντζίδη μέχρι το «She 's a Lady» (Τομ Τζόουνς), του οποίου τον σκοπό «δανείστηκαν» κάποτε οι οπαδοί του Ηρακλή.
Εν κατακλείδι, ο συνάδελφος γράφει για την μπάλα, έτσι όπως χάρηκε την μπάλα: με μάτια και αυτιά ανοιχτά για ό,τι συνέβαινε γύρω και δίπλα της. Και επειδή ο Μπλιάτκας εξακολουθεί να αγαπά το ποδόσφαιρο, επιμηκύνει ορισμένες αναφορές και κάποιους προβληματισμούς του στο παρόν.
Προσπάθησα να καταλάβω γιατί ένιωθα τόσο «γεμάτος», έχοντας διαβάσει ένα βιβλίο που είναι εξ αντικειμένου «δειγματοληπτικό». Ναι, εξ αντικειμένου: ο συγγραφέας θα μπορούσε να έχει επιλέξει πενήντα διαφορετικά σημεία αναφοράς εξ ίσου χαρακτηριστικά. Το μυστικό (;) δεν παραπέμπει μόνο στην όμορφη μείξη των ζωντανών διαλόγων με τα «εγκυκλοπαιδικά» στοιχεία, ούτε στο ταξιδιάρικο πνεύμα που εναλλάσσει πόλεις, χώρες και εποχές. Πάνω (ή μάλλον μέσα) από όλα αυτά το βιβλίο είναι έξοχο επειδή αποφεύγει μια συγκεκριμένη, απωθητική μορφή νοσταλγίας. Την εγωιστική-γκρινιάρικη.
Κακά τα ψέματα, η νοσταλγία είναι σαν τη χοληστερίνη: καλή ή κακή. Την αρνητική της εκδοχή εκπροσωπούν βλοσυροί τύποι που θεωρούν πως τα πάντα ήταν υπέροχα κάποτε, προτού σκαρτέψουν -όλα και ολοσχερώς. Πότε επήλθε η... καταστροφή; Οταν οι «νοσταλγοί» κρέμασαν τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια ή σταμάτησαν να πηγαίνουν στο γήπεδο!
Η απόλυτη εξιδανίκευση του παρελθόντος και ο μηδενισμός του παρόντος στην ουσία αίρουν τη χαρά της ζωής. Αδυνατούν όμως να άρουν μία διαπίστωση: ανέκαθεν βασίλευε αυτή η γκρίνια! Το 1971, σε ηλικία 10 ετών, άκουγα γύρω μου ομηρικές συζητήσεις για το πόσο... χειροτέρευε το ποδόσφαιρο -ναι, την εποχή που ανέτελλε ο μεγάλος Αγιαξ! Στοιχηματίζω ότι και το '61 τα ίδια θα ακούγονταν. Α, επίσης -για να παραμείνω στο οπτικοακουστικό πνεύμα του Μπλιάτκα- το 1971 πολύς κόσμος υιοθετούσε την αντίληψη πως «το ροκ πέθαινε» -ναι, από τότε. Πότε; Το '71! Ηταν, διάβολε, έτος κυκλοφορίας καμιάς δεκαπενταριάς (τουλάχιστον) ροκ LP που σήμερα θεωρούνται διαχρονικά αριστουργήματα. Τι να πρωτοθυμηθείς; Το «4» των Led Zeppelin, το «Imagine» του Λένον, το «Sticky Fingers» των Stones, το «Aqualang» των Jethro Tull;
Αυτό, λοιπόν, είναι το ωραιότερο στο «Λυπάμαι, χάσατε!». Από το βιβλίο αναβλύζει η χαρά του συγγραφέα για όσα είδε και έζησε, χωρίς να γίνεται καμία παραχώρηση στη μουντή, αρρωστιάρικη προαναφερθείσα εκδοχή νοσταλγίας. Ο Μπλιάτκας κάνει τα 60s και 70s να φαίνονται σαν χθες, ακριβώς επειδή τα ακτινογραφεί με την ενέργεια του ανθρώπου που δεν έβαλε ημερομηνία λήξης στο ενδιαφέρον του για όσα αγαπά. Βιβλίο αυθεντικά ασπρόμαυρο, που χαρίζει διάθεση 100%... έγχρωμη.
Διονύσης Ελευθεράτος, SportDay, 22.10.2010
Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος γράφει στο protagon
Ο Κώστας Μπλιάτκας, περιγράφει την εποχή που η ποδοσφαιρική Κυριακή ήταν θεσμός, ένα είδος ιεροτελεστίας. Με καφέ, ούζα και μεζέδες πριν και μετά το μάτς, τα καφενεία να αποτελούν τόπους συνάντησης – με την απαραίτητη καζούρα να κυριαρχεί, αντίπαλοι και μη, όλοι θα περπατούσαν προς το γήπεδο παρέα, ενίοτε έπαιζε και το λεωφορείο της γραμμής, για να δουν τον ΠΑΟΚ του Κούδα, του Τερζανίδη, του Λόραντ, τον ΑΡΗ του Κεραμιδά, του Ζήνδρου, του Σκόμποε, τον Ολυμπιακό του Σιδέρη, του Κελεσίδη,του Συνετόπουλου, του Γουλανδρή, τον Ηρακλή του Χατζηπαναγή, του Φανάρα, του Γκέσιου, τον ΠαναθηναΪκό του Δομάζου, του Ελευθεράκη, του Αλβαρέζ, του Πούσκας, την ΑΕΚ του ΠαπαΪωάννου, του Μαύρου, του Φάντροκ, του Μπάρλου. Μια περιπλάνηση στην Ελλάδα του τότε, με φόντο φανέλες ποδοσφαιρικές, όλες μαυρόασπρες.. μα γεμάτες ψυχή και συναίσθημα.
Για όσους είχαν την ευλογία, γιατί περί αυτού πρόκειται, να ζήσουν την αξέχαστη αυτή εποχή ,το ταξίδι θα σας συγκινήσει. Θα σας κάνει παιδιά αναζητώντας και πάλι την αλάνα της γειτονιάς σας, που οι πέτρες θα παίξουν εκ νέου το ρόλο των δοκαριών, οι λάμπες του δρόμου θα καλύψουν το κενό των προβολέων και το όνομα ΓουέμπλεΪ θα είναι ο απόλυτος χαρακτηρισμός της. Για όλους τους υπόλοιπους, και μιλάω βεβαίως για τη νέα γενιά, της συνδρομητικής, του Internet, ε! τότε… «Λυπάμαι, χάσατε!».
10.01.2011 www.protagon.gr
Δείτε όλη την παρουσίαση εδώ
Διαβάστε στον Οδηγό Ανάγνωσης τον πρόλογο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου και την παρουσίαση του Λάμπρου Σκουζάκη στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας.
|