1η έκδοση: Νοέμβριος 2014
Η εμπειρία των ονείρων που οι αρχαίοι είχαν υιοθετήσει ως θεραπεία στα ανά την Ελλάδα ιερά του Ασκληπιού (πολύ κοντά στον τρόπο που τα αντιμετωπίζει σήμερα η ψυχανάλυση) έχει καταγραφεί σε μια σειρά σωζόμενα πινάκια στο Ιερό του Ασκληπιού στην Αρχαία Επίδαυρο. Η αρχαϊκότητα εκείνων των αφηγήσεων επανέρχεται με ανέλπιστη ζωντάνια σε μια σειρά αντίστοιχες «καταγραφές» από τον Κώστα Αλεξόπουλο, καταγραφές που κινούνται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο από πρώτη ματιά, αλλά που αποδεικνύεται, τελικά, ότι δεν αποτυπώνουν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από τον κόσμο και τη ζωή σ’ εκείνο το περίφημο λιβάδι με τ’ ασφοδίλια του Ομήρου και του Σεφέρη.
Τα μικρά, λιτά αφηγηματικά κείμενα αυτού του τόμου αντλούν τη δύναμή τους από την αλήθεια τους: τον τρόπο, δηλαδή, που ο «αυτο-αναλυόμενος» αφηγητής περιγράφει τα περιστατικά της ζωής ως εδώ και μετά θάνατον, ως τώρα και άλλοτε, ως σημερινή ανάγκη και αλλοτινή επιθυμία, ως φανερή ηδονή και ως απωθημένη κ.ο.κ. Στα μάτια του αναγνώστη, που θα ρεμβάσει χωρίς αναστολές στα διάσπαρτα Πινάκια αυτών των σελίδων, απλώνεται ένας μαγευτικός κόσμος: ονειρικός ναι, πραγματικός επίσης, όπως ακριβώς συμβαίνει στα καθημερινά μας όνειρα και, το κυριότερο, με τα ίδια αφηγηματικά, συμβολικά υλικά…
Πινάκιο από το ιερό του Ασκληπιού στην αρχαία Επίδαυρο
Xαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου
Η μάνα μου λέει: «Έρχονται δύσκολοι καιροί, δεν θα υπάρχει πετρέλαιο, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Πρέπει να βάλουμε σε λειτουργία τον πέτρινο φούρνο. Τα ξύλα του ελαιώνα και τα καψάλια του δάσους θα μας σώσουν».
Ο φούρνος είναι τώρα ανατολικά, δίπλα στον κήπο, μέσα σε μια βεράντα, εξ ολοκλήρου σκεπασμένος με γυάλινους τοίχους, σαν ενυδρείο.
Από τον δρόμο φθάνει μια ευτραφής μελαχρινή γυναίκα. Ρωτάει πού είναι το εφημερεύον φαρμακείο. Τη συνοδεύω στον Αϊ-Γιώργη, το φαρμακείο είναι δίπλα, βλέπουμε έναν πράσινο σταυρό που αναβοσβήνει.
Μπαίνω μέσα στην εκκλησία. Πολίτες ανατολικών χωρών την έχουν μετατρέψει σε μουσείο. Έχουν χρωματίσει τους τοίχους με κίτρινο και λευκό χρώμα. Έχουν βάλει κεριά στα τραπέζια και πολλές εικόνες αγίων βιομηχανικής κατασκευής, απομίμηση βυζαντινών.
Αναφωνώ: «Μα πού είναι οι παλιές χειροποίητες εικόνες;»
Μια γυναίκα χαμογελά, μου δίνει να καταλάβω πως δεν μιλάει ελληνικά.
Φεύγω τρέχοντας, να ειδοποιήσω την αρχαιολογική υπηρεσία. Σκοντάφτω στα σκαλιά. Το σπίτι μας είναι τώρα ένα μεγάλο πολυώροφο ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα. Ανεβαίνω στη σουίτα όπου μένει η μητέρα μου.
Η μελαχρινή ευτραφής κυρία που έψαχνε το φαρμακείο με καλεί στο δωμάτιό της για συνουσία.
Λέει στον καμαριέρη να κλειδώσει την πόρτα, είναι καιρός να κερδίσει τη ζωή της. Αφήνει να εννοηθεί πως η συνουσία είναι επί πληρωμή.
Καλπάζει πάνω μου καθώς χαϊδεύω τις ρώγες των βυζιών της. Χύνω κραυγάζοντας όταν μου ψιθυρίζει στο δεξιό αυτί: «Είμαι η γυναίκα του Νονού της τοπικής Μαφίας».
Έντρομος ντύνομαι με ταχύτητα. Βγαίνω στον διάδρομο, κατευθύνομαι προς την πόρτα της μητέρας μου, ενώ από τα τρία ασανσέρ βγαίνουν δώδεκα άνδρες ντυμένοι με μαύρα κοστούμια, φορούν γυαλιά ηλίου, έχουν τα μαλλιά τους χτενισμένα με μπριγιαντίνη. Μεταφέρουν μεγάλες βαλίτσες γεμάτες χαρτονομίσματα και ράβδους χρυσού.
Σπίτι στο Άνυδρο Στυλίδος
Δείτε στον οδηγό ανάγνωσης τον πρόλογο του Άρη Μαραγκόπουλου. Διαβάστε εδώ την συνέντευξη του συγγραφέα στο blοg cantus firmus.
Διατυπώστε τη γνώμη σας για το βιβλίο εδώ
|