1η έκδοση: Μάρτιος 2016
Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από το έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζεύτηκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και έφτιαξαν μια νέα ράτσα, λιμανίσια· τους Πειραιώτες.
Μικρές ιστορίες από τη ζωή των Πειραιωτών στις δεκαετίες ’50 και ’60. Η σκληρή ζωή του λιμανιού, οι κάθε λογής χαρακτήρες, η ζωή με το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στη θάλασσα, η ανοιχτή ματιά των λιμανίσιων, η μετανάστευση, οι ιδιότυποι και περιθωριακοί τύποι, το ρεμπέτικο, οι συμμορίες και η κρατική βία, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου και καταγράφονται με σκληρό χιούμορ.
Προδημοσίευση στο Πρώτο Θέμα από την Τίνα Μανδηλαρά
Μάγκες, αλάνια, τροτέζες, μεροκαματιάρηδες και φυσικά ο Θρύλος είναι οι πρωταγωνιστές στο νέο βιβλίο του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου για τη ζωή στο μεγάλο λιμάνι την περίοδο 1947-1967
Τις εποχές όπου ο κόσμος είχε μπέσα, άγρια ένστικτα και ανοιχτή καρδιά ο Διονύσης Χαριτόπουλος τις ξέρει καλά. Εκεί κάτω στο λιμάνι όπου περιφέρονταν πραγματικές γυναίκες και άνδρες, ιερόδουλες, μάγκες, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι του πόνου που τιμούσαν τον λόγο τους, το ψωμί, ο συγγραφέας του «Αρη» έβρισκε τα πρώτα υλικά για τα βιβλία του από την εποχή που έγραφε το «Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» μέχρι σήμερα.
Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Πειραιώτες», το οποίο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Τόπος -αποσπάσματα από το οποίο δημοσιεύει σε αποκλειστικότητα το «Πρώτο Θέμα»-, αφθονούν οι ιστορίες από τον Πειραιά μιας άλλης εποχής, από το 1947-1967, με εμβόλιμα αποσπάσματα από τις ειδήσεις για πραγματικά πρόσωπα -τους εφοπλιστάδες της εποχής, τους ποδοσφαιριστές και τις διάσημες εταίρες- και όχι μόνο. Αλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σεφέρη, «Πειραιά, ου μ’ εθέσπισεν». Στο μυαλό και στη σάρκα.
Διαβάστε την προδημοσίευση εδώ
Παρουσίαση στο Ποντίκι από τον Ξ. Μπρουντζάκη
Και σ’ αυτό το «πειραιώτικο» βιβλίο του που έρχεται ως συνέχεια του «Εκ Πειραιώς», ο Χαριτόπουλος απαθανατίζει την ευγένεια και το κάλλος ενός κόσμου που μάχεται μεταξύ τιμής και ευτελισμού!
Από το «Εκ Πειραιώς» περνάμε στους «Πειραιώτες», ως μια συνέχεια των βιωματικών εμπειριών του συγγραφέα, που ανασύρει ουσιαστικά τις επώδυνες μνήμες της μετεμφυλιακής Ελλάδας (1947-1967), οι οποίες μέσα από τη γραφή λαμβάνουν τις διαστάσεις μιας ανίερης λιμανίσιας θείας μετάληψης. Πρόκειται για μιαν αφήγηση ιστοριών παντός καιρού, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι η «λιμανίσια» ψυχή όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την πρόσμιξη διαφόρων κοινοτήτων, με κοινό τόπο τη σκληρότητα, εκεί όπου ο σιωπηρός διάλογος της συνείδησης με τον εαυτό της παίρνει τη μορφή των ενστίκτων, εκεί όπου ο πολιτισμός έχει αποτύχει να υποκαταστήσει τις πράξεις με τα λόγια.
Ο κόσμος του Χαριτόπουλου δεν μιλά, αλλά πράττει, ζει στο σκοτάδι όπως οι περιοχές που δεν έχουν ηλεκτροδοτηθεί – το φως των λόγων στο λιμάνι δεν περνά. Οι ήρωές του ζουν δίχως διχασμούς, δεν έχουν υποστεί το εσωτερικό τσάκισμα που γεννά η αμφιβολία. Στις σύντομες διηγήσεις περιστατικών όπου αναδεικνύονται χαρακτήρες, τόποι, συμπεριφορές, αντιλήψεις – ό,τι δηλαδή προσφέρει η ανθρώπινη κατάσταση μέσα στην καθημερινότητά της – παρατίθεται εμβόλιμα ένα ανθολόγιο μικρών ειδήσεων της εποχής. Μικρές ειδήσεις διάσπαρτες που περιγράφουν μεγάλα δράματα και υπονοούν ακόμα μεγαλύτερα…
Ταυτόχρονα, δίπλα στη χαμοζωή, η ειδησεογραφία προβάλλει υπερατλαντικά ταξίδια, δρομολόγια ονειρικά, ναυπηγήσεις πλοίων – έναν ασυγκράτητο δυναμικό μελλοντικό κόσμο πλούτου και ονείρου, άπιαστο για τους ανθρώπους της πιάτσας, για όλο αυτό το ανθρωπομάνι των προσφύγων που έφτασαν στο λιμάνι γιατί εκεί τους ξέβρασε η μαύρη τους η μοίρα. Ονόματα παλιά, μυθικά από γειτονιές, περιοχές, διαδρομές με ανθρώπινο ψυχισμό, μπαμπεσιά και μπέσα, όλα μαζί συνθέτουν ένα τοπογραφικό του Πειραιά, αυθαίρετο, παράνομο, αλλά κυρίως αναδεικνύουν τη φουρτουνιασμένη, σκοτεινή πλευρά ενός κόσμου καταραμένου από τη φτώχεια και την καταδίκη της προσφυγιάς, ενός κόσμου όπου αντιπαραβάλλεται τυφλά ο φόνος αντί του φόνου, η κλοπή αντί της κλοπής, η προσβολή αντί της προσβολής – ενός κόσμου απελπιστικά πρωτογενούς συμπεριφοράς, που γνωρίζει ενστικτωδώς την τιμή και την αιδώ αγνοώντας την ηθική.
Έτσι, ο Χαριτόπουλος και σ’ αυτό το «πειραιώτικο» βιβλίο του, που έρχεται ως συνέχεια του «Εκ Πειραιώς», απαθανατίζει την ευγένεια και το κάλλος ενός κόσμου που μάχεται μεταξύ τιμής και ευτελισμού!
Ξενοφώντας Μπρουντζάκης, Το Ποντίκι (17.03.16)
Παρουσίαση στο Έθνος από την Ελένη Γκίκα
(...) Το βιβλίο αυτό, που μόλις κυκλοφόρησε, όπως και όλα του από τις εκδόσεις «Τόπος», εμπεριέχει ιστορίες και ειδήσεις της περιόδου από το 1947 έως το 1967. Σε μια αφήγηση που μοιάζει με γάργαρο ποταμό, ενιαία και κατά μόνας, με μια ιδιαίτερη σύνθεση ζωής, όπως τη ζουν ή την αφηγούνται οι άνθρωποι καθημερινά και όπως την απαθανάτισε ο Τύπος.
«Πειραιά, ου μ' εθέσπισεν» μας εξηγείται απ' την αρχή ο Χαριτόπουλος. Για να μας βάλει ευθύς αμέσως και ειδυλλιακά σε ό,τι τον έκανε συγγραφέα: «Σήμερα μπήκε στο λιμάνι μια μικρή φώκια». «Φώτισε αλλιώς το λιμάνι», γράφει δυο παραγράφους παρακάτω. Και με ατμόσφαιρα, μαύρο χιούμορ, σκληρή ευαισθησία, ντόμπρο ύφος, λόγια σταράτα, νοσταλγία, πόνο, καμάρι κρυφό μάς συστήνει ό,τι γνώρισε, όποιους συνάντησε, μας μιλά για ό,τι άκουσε.
Στις περίπου 180 σελίδες του βιβλίου, μαρτυρία, αναμνήσεις, πινακοθήκη ανθρώπων και παλίμψηστο εποχής, ανθρωπογεωγραφία μιας ιδιαίτερα αντιφατικής περιοχής κι εποχής, παρελαύνουν το περιθώριο και ο νόμος, ο κανόνας και η εξαίρεση, η απόκλιση και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, τα ανθρώπινα σουσούμια και τα σουσούμια της πόλης: Ο Γιαννάκης, το μπουζούκι του Τσιτσάνη και ο αόμματος ακορντεονίστας, το πούσι του λιμανιού, οι στρατιώτες και ο κόσμος στο λιμάνι.
Με εγκιβωτισμένες ειδήσεις της εποχής για εργατικά ατυχήματα, ζηλιάρες ερωμένες, σαλούς που πιστεύουν ότι είναι ο αρχάγγελος Μιχαήλ, λίγο πριν από τη ζεμπεκιά του Γιαννάτη «Μεμέτη μου, μεμέτη μου, νταλκά μου και σεκλέτι μου» και την κρατούσα νοοτροπία «Εδώ είναι Τρούμπα, δεν κελαηδάμε στους μπάτσους, δεν νταραβεριζόμαστε με μπάτσους, αυτά είναι τα πρώτα που μαθαίνεις». (...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Ελένη Γκίκα, Έθνος (19.03.16)
Παρουσίαση στην Καθημερινή, γράφει ο Η. Μαγκλίνης
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος είναι γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης και στον ανά χείρας τόμο μάς παραδίδει μια σειρά αφηγήσεων, όπου το κέντρο βάρους πέφτει πάνω στο βιωμένο, στο λοξό, στο ανεκδοτολογικό μα και στο ντοκουμέντο (πλήθος «μικρών» ειδήσεων εν είδει ρεπορτάζ πλαισιώνουν σαν ενθέματα τις ιστορίες), κοινός άξονας των οποίων όμως είναι πάντοτε το λιμάνι και ο κόσμος του. Κάθε καρυδιάς καρύδι σκιαγραφείται με αριστοτεχνικό τρόπο από έναν δεινό παραμυθά, ο οποίος είτε μας λέει κάτι βγαλμένο από το κεφάλι του είτε μεταφέρει κάτι που άκουσε ή είδε, είναι το ένα και το αυτό.
Ηλίας Μαγκλίνης, Καθημερινή (20.03.16)
Συνέντευξη του Δ. Χαριστόπουλου στον Γ. Μπέκο για το Βήμα
(...) Στο νέο του βιβλίο δένονται αρμονικά ορισμένες σύντομες και πυκνογραμμένες ιστορίες, με «πραγματικές, ατόφιες ειδήσεις» από τις εφημερίδες της εποχής και την κίνηση του μεγάλου λιμανιού. Αποτελεί άραγε, μαζί με το Εκ Πειραιώς του 2012, ένα λογοτεχνικό δίπτυχο; «Οι αναμνήσεις δεν τεμαχίζονται, τις έχεις μέσα σου και βγαίνουνε, άσχετα με ποια σειρά συμβαίνει αυτό. Είναι όλα μέσα μου αυτά, είναι ο Πειραιάς μέσα μου. Μ' έπλασε και δεν τον ξεχνώ ποτέ. Στο βιβλίο, βέβαια, δεν έβαλα ορισμένα ακραία περιστατικά, τόσο δικά μου όσο και της πόλης. Και δεν τα έβαλα επειδή σήμερα φαντάζουν τόσο απίθανα που θα μπορούσαν να περάσουν για φτιαχτά. Ο Πειραιάς, ξέρετε, υπήρξε μια πολύ άγρια υπόθεση. Στις αρχές του 20ού αιώνα όλοι κοιμόντουσαν μ' ένα πιστόλι κάτω απ' το μαξιλάρι. Η αστυνομία μέτραγε 30 πυροβολισμούς ανά πεντάλεπτο. Αλλά και αργότερα, στη δική μου την εποχή, κάπως έτσι ήταν. Αυτοκτονούσαν κορίτσια λ.χ. επειδή δεν αντέχανε την όλη ιστορία. Κι από την άλλη ήταν οι ξένοι, οι τυχοδιώκτες, τα ρεμάλια. Ολοι εκεί μαζευόντουσαν. Το λιμάνι είχε το κεχρί, το χρήμα».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος μεγάλωσε στο πιο σκληροτράχηλο κομμάτι, «στο γκέτο, στα Μανιάτικα». Και περιγράφει πάλι έναν κόσμο βίαιο αλλά σαγηνευτικό, στον οποίο όμως δεν επιστρέφει με μια αποξηραμένη νοσταλγία. «Το κάνω για να κατανοήσω τον κόσμο γύρω μου και τον άνθρωπο που έγινα κατόπιν. Το κάθε βιβλίο επενεργεί και σε εμένα που το γράφω. Εγώ λειτουργούσα πάντοτε με το αρνητικό παράδειγμα, "αυτό δεν είναι σωστό". Σαν να γεννήθηκα μ' έναν ανιχνευτή μαλακίας μέσα μου, δηλαδή, που με βοήθησε να αποφεύγω τις κακοτοπιές. Βέβαια, πήρα και πολλά από κει. Γιατί αν δεν ήσουν και λίγο ζόρικος δεν στεκόσουν. Προσπάθησα όμως να τα βγάλω τ' αγκάθια λίγο-λίγο. Οχι όλα, δεν γίνεται. Αν πας να το κάνεις αυτό, γίνεσαι γραφικός. Δεν είμαι απ' το Ψυχικό».
Δείτε εδώ όλη την συνέντευξη
Γ. Μπέκος, Το Βήμα (20.03.16)
Συνέντευξη του συγγραφέα στον Άρη Μαλανδράκη για το protagon.gr
(...) Θα μπορούσες να το πεις σίκουελ του «Εκ Πειραιώς», που έγραψε πριν τέσσερα χρόνια. Σε εκείνο, πρωταγωνιστής ήταν το alter ego παιδί. Σε αυτό, ένας ολόκληρος κόσμος, ή μάλλον μια ράτσα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Η λιμανίσια.
Οι «Πειραιώτες» έχουν ως υπότιτλο «Ιστορίες & Ειδήσεις 1947-1967». Σε αυτό το χρονικό άνυσμα της 20ετίας ξετυλίγει τις ιστορίες που έζησε, άκουσε ή επινόησε με μαεστρία ο Διονύσης Χαριτόπουλος, παρεμβάλλοντας ανάμεσά τους μικρές ειδήσεις που αλίευσε από τον Τύπο της εποχής. Αποκόμματα μιας λησμονημένης επικαιρότητας που συμπληρώνουν (και προεκτείνουν) ευφυώς τους χαρακτήρες του βιβλίου. Τα αστυνομικά δελτία με τις κομπίνες και τους σκοτωμούς αντανακλώνται στους περιθωριακούς τύπους που μας συστήνει ο συγγραφέας. Η μεγάλη φτώχεια των συνοικισμών συναντά το πλοίο με τα εκατοντάδες μωρά που στέλνονται στην Αμερική προς υιοθεσία. Και οι ναυτικοί που είναι «με το ένα πόδι στην στεριά και το άλλο στη λαμαρίνα, σαν τους μετανάστες με τις δύο πατρίδες» ενυπάρχουν στα δελτία άφιξης και απόπλου πλοίων που κατέγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο κόσμος του Λιμανιού –πάντα με κεφαλαίο λάμδα στη γραφή του Χαριτόπουλου- αναδύεται στις 170 σελίδες του βιβλίου με τρυφερότητα, χιούμορ και μια γλώσσα που τσακίζει κόκκαλα. Άνθρωποι του μόχθου, αγαπητικοί και ιερόδουλες, μάγκες, λαμόγια, χασικλήδες, ένα κόσμος που πίνει, παθιάζεται, κερατώνει και κερατώνεται, εκμαυλίζει, εκδικείται βάφοντας τα χέρια του με αίμα. Τα κείμενα συμπληρώνει ένα γλωσσάρι, με τις λέξεις και τις εκφράσεις της πιάτσας που περιέχονται στο βιβλίο.
(...) Οι «Πειραιώτες» μοιάζουν ως φυσική συνέχεια και αφηγηματική προέκταση του «Εκ Πειραιώς». Τι σε παρακίνησε να επιστρέψεις με τη συγγραφή αυτού του καινούριου βιβλίου;
«Στο “Εκ Πειραιώς” σας σύστησα την πόλη μου και προσπάθησα να μυήσω τους αμύητους για το λιμάνι, την Τρούμπα, τις συνοικίες και τα μυστικά τους, στους “Πειραιώτες” σας συστήνω τους ανθρώπους που γνώρισα και μεγάλωσα μαζί τους, μάλιστα αρκετά από τα πρόσωπα του βιβλίου ήταν φίλοι μου, συμμαθητές ή γείτονες».
Οι ιστορίες του βιβλίου συνοδεύονται από την εμβόλιμη παράθεση σύντομων ειδήσεων του αστυνομικού, και όχι μόνο, δελτίου από εφημερίδες της εποχής. Με ποιο κριτήριο τις επέλεξες και πώς λειτουργούν σε σχέση με την συνολικότερη δομή του βιβλίου;
«Ο Πειραιάς μεταπολεμικά εξακολουθούσε να είναι μια πολύ άγρια πόλη, ιδίως ο βαθύς Πειραιάς στις βόρειες συνοικίες πάνω από το λιμάνι. Σχεδόν καθημερινά είχαμε έκθετα βρέφη, ζωντανά ή σκοτωμένα, αυτοκτονίες κοριτσιών, ξυλοδαρμούς, μαχαιρώματα, πυροβολισμούς και φόνους. Όμως δεν θέλησα οι ειδήσεις (οι οποίες είναι απολύτως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ από τις εφημερίδες της εποχής και ατόφιες χωρίς επεξεργασία) να περιοριστούν μόνο σε αυτά αλλά να αντιπροσωπεύουν όλο το φάσμα της καθημερινότητας της πόλης και από όλα τα σημεία της. Έτσι δίνεται μια πληρέστερη εικόνα της ζωής τη συγκεκριμένη περίοδο. Απέφυγα να βάλω κάποιες ακραίες ειδήσεις γιατί οι σημερινοί άνθρωποι θα τις θεωρούσαν εξωπραγματικές».
Διαβάστε εδώ όλη την συνένετυξη
Άρης Μαλανδράκης, protagon.gr (19.03.16)
Παρουσίαση από τον Βασίλη Βασιλικό
(...) Το νέο του βιβλίο «Πειραιώτες», που μόλις κυκλοφόρησε κι αυτό από τις εκδόσεις Τόπος όπως και όλα τα προηγούμενα («525 Τάγμα Πεζικού», «Τα παιδιά της Χελιδόνας», «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», «Άνεμος κουβάρι» κ.ά.), δεν ανήκει, όπως και τα προηγούμενα, σε κανένα γνωστό λογοτεχνικό είδος. Γιατί ούτε new journalism είναι ούτε non-fiction novel ή nouveau roman ή post modern. Είναι... Τι είναι; Πώς θα το βαφτίσουμε; Είναι «η γραφή Διονύση Χαριτόπουλου». Διονυσιακή και Χαρ(ι)τογραμμένη.
Κι ενώ από τον τίτλο του θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι είναι η συνέχεια ή το συμπλήρωμα του «Εκ Πειραιώς», διαβάζοντάς το θα διαπιστώσει ότι διαφέρουν τόσο πολύ όσο... η Βόρειος Κορέα από τη Νότιο.
(...) Δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες της μία-μιάμιση σελίδας το πολύ, με ενδιάμεσα σύντομα αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής που ανασταίνουν τη δεκαετία του 1950, μαζί με την κίνηση του Λιμανιού, καράβια πάνε κι έρχονται σε όλο τον πλανήτη, κάθε λιμάνι και χαρά, κι οι βασιλείς μας Παύλος και Φρειδερίκη που νοιάζονται για τα ορφανά της Δραπετσώνας κι ο Έκτος Στόλος, όχι σαν «χωροφύλακας της Μεσογείου» αλλά σαν ο πλούσιος θείος από το Αμέρικα που φέρνει δώρα στα παιδιά. Τα φονικά, τα μαχαιρώματα, οι βεντέτες, οι προδοσίες, οι γυναίκες που εκμαυλίζονται, η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του υποκόσμου, όλα αυτά, ενώ είναι φριχτά, σου φέρνουν μια περίεργη αισιοδοξία γιατί υπάρχει στη γραφή του Χαριτόπουλου ένα μήνυμα λεβεντιάς, το «ντεμοντέ» στις μέρες μας αντριλίκι. Γιατί μέσα από την περιγραφή μιας κοινωνίας πάμφτωχης και υπανάπτυκτης, εσύ, ο αναγνώστης, παίρνεις κουράγιο.(...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Βασίλης Βασιλικός, Athens Voice (23.03.16)
Kριτική του Χ. Παπαγεωργίου στο diastixo.gr
(...) Έχοντας παρακολουθήσει ολόκληρο το έργο του δυναμικού πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου, μπορώ εκ της θέσεως μου να πω πως κάθε καινούργιο βιβλίο του είναι και μια νέα έκπληξη. Άλλοτε με ολοκληρωμένα μυθιστορήματα, άλλοτε με νουβέλες, άλλοτε με πολιτικά κείμενα και άλλοτε με αποσπασματικές καταθέσεις, που αναδεικνύουν το κοινωνικό σε μεγάλη κατάθεση βαρύτατα επεξεργασμένη, μια συνολική δημιουργία επιστρατεύεται, προκειμένου όλοι όσοι αγνοούμε περιστατικά ακόμη ίσως και λόγω ηλικίας να γινόμαστε συμμέτοχοι, έστω και λογοτεχνικά, με την Ιστορία. Η οποία δεν γράφεται σε πρωθυπουργικά ή υπουργικά γραφεία αλλά στον δρόμο, στα στέκια, στα σοκάκια, στο λιμάνι, και στις καλές περιοχές, όπου παλιά αναδυόταν μια οσμή άσχημη αλλά παράλληλα και μοιραία και δυναμική.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Χρίστος Παπαγεωργίου, diastixo.gr (31.03.16)
Κριτική του Δ. Μαρίνου στο fractalart
(...) Οι «Πειραιώτες» είναι αυτό που λέει: οι άνθρωποι που έζησαν την πόλη – οι άνθρωποι που έκαναν την πόλη να είναι αυτό που είναι. Μέσα από μικρές ιστορίες και μικροδιηγήματα με τη λιτότητα που διακρίνει το ύφος του Χαριτόπουλου, παρελαύνουν όλες οι χαρακτηριστικές φιγούρες του λιμανιού και των γύρω περιοχών. Στο ενδιάμεσο, ο συγγραφέας, ενθέτει, εν είδει αρμών που συνδέουν χαλαρά τη μια ιστορία με την άλλη, αναφορές και ειδήσεις της εποχής όπως έχουν αντληθεί από τις εφημερίδες, το αστυνομικό δελτίο και τα ναυτιλιακά νέα. Αυτή η «σύμπραξη» πραγματικών γεγονότων με ιστορίες- μινιατούρες, κάνουν το βιβλίο να γίνεται διπλά ενδιαφέρον. Έχεις την ανεπίστρεπτη αίσθηση ότι έχεις μεταφερθεί στον Πειραιά όχι μόνο ως ουδέτερος παρατηρητής, αλλά ως κομμάτι της πόλης.
Άλλοτε με σκληρότητα και ειρωνεία κι άλλοτε με τραχύ αισθησιασμό και λοξό συναίσθημα, οι Πειραιώτες του Χαριτόπουλου αποκτούν υπόσταση και σαρκωμένη διάσταση. Έρχονται στο σήμερα διατηρώντας όλα τα στοιχεία της παρελθούσας ταυτότητάς τους.
Σε συνδυασμό με το «Εκ Πειραιώς», ο Χαριτόπουλος γίνεται ένας λαογράφος που διαλύει όλες τις σταθερές της λαογραφίας. Δεν είναι άλλωστε το στοιχείο του. Δεν πραγματοποιεί επιστημονική ανάλυση, δεν γράφει με «κρύο» αίμα. Είναι φανερή η οικειότητα που αισθάνεται με τον τόπο και τους ανθρώπους. Είναι πρόδηλη η απόφασή του να γράψει γι’ αυτά που έζησε, είδε και κουβαλάει από τον Πειραιά του παρελθόντος. Από την άλλη, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια παραστατική πράξη, ούτε με ένα περίκλειστο τεχνούργημα που αναφέρεται μόνο στο είδωλό του. Ο Χαριτόπουλος δεν γράφει για να τον διαβάσουν μόνο οι Πειραιώτες και όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια. Οι ήρωές του είναι τόσο εύπλαστοι, μέσα στην απερίφραστη οντότητά τους, που γίνονται απτοί και απόλυτα κατανοητοί. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου έρχονται και σε βρίσκουν οι ψεκάδες της θάλασσας του Πειραιά. Αυτό και αν είναι κέρδος.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Διονύσης Μαρίνος, fractalart.gr (31.03.16)
Παρουσίαση από τον blogger Πατριάρχη Φώτιο
Μικρές ιστορίες από το μεγάλο λιμάνι
(...) Ο Χαριτόπουλος μεταφέρει στον Πειραιά του ’50 “Τα στοιχεία για τη δεκαετία του ’60” του Βαλτινού. Δεν είναι μόνο τα αποκόμματα από τις εφημερίδες της εποχής, δείγμα μιας δήθεν αδιαμεσολάβητης αντικειμενικότητας, αλλά και τα θέματα μιας υπανάπτυκτης Ελλάδας, που ακόμα βουλιάζει στη μικροαστική νοοτροπία, στους κώδικες τιμής μιας προ-νεωτερικής κοινωνίας και στην αφέλεια μιας χώρας που τανύζεται για να προοδεύσει αλλά ακόμα μένει στάσιμη και μίζερη.
Νομίζω, καταληκτικά, ότι ο Πειραιάς όπως οικοδομείται από τον Χαριτόπουλο είναι εξωτικός. Έτσι, ο αναγνώστης συναρπάζεται από τον χώρο και τον χρόνο, βλέπει ανθρώπους από άλλο… πλανήτη, βρίσκει σκηνικά εξωπραγματικά, βγαλμένα από τον μικρόκοσμο των μεταπολεμικών εφημερίδων και τα βιώματα μιας γενιάς που μεγάλωσε στα λασπόνερα και στην ανέχεια.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
blogger Πατριάρχης Φώτιος, in2life.gr (09.08.16)
Παρουσίαση από τον Β. Χατζηβασιλείου στο Βήμα
Λαϊκά πάθη στο μεγάλο λιμάνι
Σύντομες ιστορίες για τους Πειραιώτες την εικοσαετία 1947 - 1967 από τον Διονύση Χαριτόπουλο
Ο κόσμος των λαϊκών τάξεων και του κοινωνικού περιθωρίου του μεταπολεμικού Πειραιά αποτελεί απαραγνώριστο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Διονύση Χαριτόπουλου, όντας ταυτοχρόνως και το πιο δυνατό της σημείο. Στη συλλογή διηγημάτων Δανεικιά γραβάτα (1976) θα ανέβει επί σκηνής ένας χορός φτωχών και ανέστιων υπάρξεων: πρόσωπα χωρίς δουλειά (όπως και χωρίς το οιοδήποτε άλλο έρμα και στήριγμα) θα συγκατοικήσουν με ένα πλήθος από αργόσχολους ή μικροαπατεώνες που μοιάζει να έχουν εγκλωβιστεί σε έναν τυφλό, παντελώς αδιέξοδο κύκλο. Η ίδια ατμόσφαιρα θα επικρατήσει και στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Χαριτόπουλου υπό τον τίτλο Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι (1989). Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις καθώς και μονολόγους ή διαλόγους, σε κείμενα που παρουσιάζονται έτσι με μια ελλειπτική θεατρική μορφή, ο συγγραφέας θα κινήσει τώρα τους ήρωές του σε οικοδομές, γήπεδα και λαϊκά ξενοδοχεία, δίνοντας τον λόγο σε μια παραβατική λαοθάλασσα: πόρνες, προστάτες, μάγκες και κατσικοκλέφτες. Ολοι θα αγωνιστούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν, όλοι θα μπλεχτούν άσχημα με το σεξ και τη βία ενώ κάποιοι θα προσπαθήσουν να εκτονωθούν μέσω του ποδοσφαίρου με τελικό αποτέλεσμα να πλακωθούν αγρίως αναμεταξύ τους. Με μονίμως επιθετική διάθεση και δεινό υβρεολόγιο (μια γλώσσα πάντως που δεν χάνει ποτέ την ακρίβειά της) τέτοιοι ήρωες δεν μπορεί παρά να ζήσουν τη ζωή τους μέσα σε ένα ασταμάτητο κοινωνικό πανδαιμόνιο.
Με τη μυθιστορηματική του σύνθεση Εκ Πειραιώς (2012) ο Χαριτόπουλος θα αποκαλύψει την αυτοβιογραφική βάση των διηγημάτων του, μιλώντας για τα χρόνια της παιδικής, της εφηβικής και της νεανικής του ηλικίας (από το 1947 μέχρι το 1967) στο μεγάλο λιμάνι. Παρακολουθούμε εδώ τα ανεξημέρωτα αλάνια, τους καβγάδες και τους έρωτες στα Μανιάτικα, τις αμαρτωλές γειτονιές της Λεύκας και της Πειραϊκής, την κίνηση και τα άπειρα ονόματα των καραβιών που ελλιμενίζονται, όπως και το τσίρκο, το ρινγκ, τους κινηματογράφους και τα θέατρα. Και μαζί με αυτά οι δουλειές που θα πιάσει κατά καιρούς ο νεαρός πρωταγωνιστής σε καρφάδικα, μηχανουργεία και χυτήρια, σε ένα περιβάλλον όπου τα βαριά μάγκικα εναλλάσσονται συνεχώς με την καθομιλουμένη μέσα από πολύ γρήγορα περάσματα. Στο μεταξύ, στον παροντικό χρόνο της αφήγησης θα ενσωματωθούν διάφορα υστερόχρονα πραγματικά γεγονότα ενώ το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα θα συνομιλήσει με τη λαογραφία και το ντοκουμέντο.
Παρόμοιος τόνος θα κυριαρχήσει και στους εφετινούς Πειραιώτες, όπου τα αποσπάσματα από την ειδησεογραφία είκοσι χρόνων (και πάλι τα χρόνια μεταξύ 1947 και 1967) θα ενσωματωθούν σε ένα πλέγμα εξαιρετικά σύντομων ιστοριών που αναφέρονται στην ίδια εποχή. Ο χαρακτήρας της πόλης θα συναντήσει σε αυτό το πλαίσιο τους χαρακτήρες των ανθρώπων και τανάπαλιν ενώ η θεματική βεντάλια θα παραπέμψει (χωρίς να είναι ακριβώς ταυτόσημη μαζί της) στη θεματική γραμμή του Εκ Πειραιώς: το λαϊκό τραγούδι και τα λαϊκά πάθη (συλλογικά και προσωπικά), τα εργατικά ατυχήματα και οι ναυτικές τραγωδίες, τα εγκλήματα τιμής και οι αυτοκτονίες σε έναν πληθυσμό που μάχεται ακούραστα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Λόγος στακάτος και νευρώδης, ψυχολογικά πορτρέτα που διαγράφονται με μία και μοναδική πινελιά αλλά και ένα άγρυπνα διερευνητικό βλέμμα που ξέρει πώς να ξεχωρίσει και να αξιοποιήσει την αφανή λεπτομέρεια.
Εφημ. Το Βήμα
Γράφει ο Β. Χατζηβασιλείου (23.10.16)
Δείτε στον Οδηγό Ανάγνωσης την προδημοσίευση του βιβλίου στο Πρώτο Θέμα, από την Τίνα Μανδηλαρά (06.03.16), την παρουσίαση του βιβλίου στην εφ. Τα Νέα από τον Δημήτρη Μανιάτη (11.03.16) & την παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Κατσάπη (Τα Νέα, 23.07.16), καθώς και την παρουσίαση στον Ελεύθερο Τύπο από τον Α. Καρατζαφέρη (20.03.16).
Επίσης, διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του συγγραφέα στην Έφη Μαρίνου, για την Εφ. των Συντακτών, εδώ την συνέντευξη στην Κατερίνα Λυμπεροπούλου για το thetoc.gr, εδώ την συνέντευξη του συγγραφέα στον Ε. Ιντζέμπελη για το vakxikon.gr, και εδώ μια βιβλιοπαρουσίαση του Σ. Τζιρίτα (19.04.16).
Δείτε στον Οδηγό Ανάγνωσης την συνέντευξη του συγγραφέα στον Γ. Μπασκόζο (εφ. Επένδυση 09.04.16) και επίσης την συνέντευξη του συγγραφέα-παρουσιάση του βιβλίου από τον Άθω Δημουλά για το ''Κ'' της Καθημερινής (29.05.16).
Διατυπώστε τη γνώμη σας για το βιβλίο εδώ
|