Δελτίο τύπου & Εξώφυλλο
1η έκδοση Μάρτιος 2020
Ήρθε βράδυ, ήρθε πρωί. Παραμύθι... Πότε άρχισε το παραμύθι μου; Μήπως την πρώτη μέρα που ο Θεός είπε «Γεννηθήτω»; Μήπως τη μέρα που η Εύα έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και μαζί με τον Αδάμ εκδιώχθηκε από τον παράδεισο; Ή μήπως τη μέρα που οι βουνίσιοι έστησαν ενέδρα στους στρατιώτες που ήρθαν από τόπους μακρινούς και τους αποκεφάλισαν σαν να ’ταν πρόβατα;
Μια μέρα σαν τις άλλες, στην Κοιλάδα με τις Καρυδιές, που το παραμύθι της έχει γραφτεί στο δέρμα φιδιού της Σαχμεράν, ένας άντρας έρχεται τρέχοντας από το όρος Αμάρ. Η ηρεμία γίνεται ανησυχία, η ανησυχία φόβος. Τα μάτια καρφώνονται στο σκοτάδι και τα αυτιά στη σιωπή.
Χωρισμένο σε τρία μέρη, για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, το μυθιστόρημα αυτό ξετυλίγει, αθόρυβα και διαπεραστικά, το σύγχρονο δράμα των κατοίκων ενός κουρδικού χωριού και μαζί το δράμα ενός ολόκληρου λαού, που η φωνή του δεν ακούγεται, η γλώσσα του δεν αναγνωρίζεται, η ιστορία του είναι άγνωστη... Ενός λαού περιφρονημένου.
Η μέρα που ένας άντρας ήρθε τρέχοντας από το όρος Αμάρ είναι η μέρα που οι εφιάλτες ζωντανεύουν.
Ένα ποιητικό, αντιπολεμικό βιβλίο.
Stefan Berkholz, SWR2
Μια απόλυτα μαγευτική, συναρπαστική και συγκλονιστική αφήγηση...
Johann Holzner, literaturktirtik.de
Ρεαλιστική, συμβολική και παραμυθένια...
Renate Wiggershaus, Neue Zürcher
Παρουσίαση στην Αυγή από τη Μαρία Μοίρα
Μια γοητευτική αφήγηση, σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή και συγκινητική, με όλη την συναρπαστική παραστατικότητα και την καθηλωτική μαγεία των παραμυθιών της Ανατολής. (...) Ένα αντιπολεμικό κείμενο συμβολικό, λυρικό και βαθειά ανθρώπινο, που διηγείται την ιστορία ενός «περιφρονημένου λαού». Σύντομα κεφάλαια στα οποία εναλλάσσονται οι αφηγητές, μέλη διαφορετικών γενεών, ηλικιών και φύλων μιας οικογένειας. Ο Εγιούπ ο ετοιμοθάνατος κατάκοιτος πατριάρχης, που λιώνει από την αρρώστια, αλλά αγαπάει τη ζωή που δεν χόρτασε, η στοργική Πεϊρουζέ, που τον παντρεύτηκε παιδούλα και τον φροντίζει αγόγγυστα, οι τρεις γιοι τους, οι όμορφες κόρες τους, οι νύφες, τα εγγόνια, οι συγγενείς, οι γείτονες. Συνεχείς αλλαγές προσώπων και οπτικών γωνιών λειτουργούν με τον ειρμό και την λογική των κινηματογραφικών σκηνών, καθώς με διαδοχικές εστιάσεις προσεγγίζουν πολυφωνικά και καλειδοσκοπικά την απειλή του πολέμου που πλανάται στον ορίζοντα. Παράλογη, τρομακτική και αόρατη.
Και τότε η αργόσυρτη αναμονή των μισθοφόρων που θα έρθουν, να κάψουν το χωριό, να σφάξουν τους άντρες και τα παιδιά και να ατιμάσουν τις γυναίκες, κάνει τον Εγιούπ να μην θέλει πια να ζήσει. Την Πεϊρουζέ να κρύβει τα φυλαχτά της στις πέτρες του σπιτιού μουρμουρίζοντας προσευχές, τον Μουσλούμ να τρέχει σαν κυνηγημένο ζώο να κρυφτεί κρατώντας στο χέρι το κλουβί με τις πέρδικες και τα παιδιά να σκάβουν έναν λάκκο για να θάψουν τα λιγοστά παιχνίδια τους. Τον Αράμ να μπαίνει στον τάφο της αγαπημένης του γυναίκας περιμένοντας τον θάνατο, τον Τζεμσίντ να κρεμά το βιος του στα πιο ψηλά κλαδιά του δέντρου για να το σώσει, τον Τζεμάλ να μαστιγώνεται με λύσσα και την όμορφη γυναίκα του να κόβει τα κατάμαυρα μαλλιά της και να μουτζουρώνεται με στάχτη κρύβοντας στο στήθος της ένα μικρό στιλέτο.
Γιατί μέσα στην σιωπή και στο σκοτάδι ένας τυφλός τρόμος παραμονεύει: «Τους είδα! Έρχονται! Έρχονται στο χωριό!».
Μαρια Μοίρα, Αυγή, 17/1/2021
Διαβάστε εδώ όλη την παρουσίαση.
Διαβάστε εδώ τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του συγγραφέα στον Γ. Κοντό για το διαδικτυακό πόλη Κ.
|