1η έκδοση: Ιούλιος 2020
Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα της εκδοτικής συνεργασίας των Εκδόσεων Τόπος & του Ιδρύματος Γληνού
Η μελέτη, με την υπογραφή των Δημήτρη Γληνού και Σωκράτη Κουγέα, για «Τα ελληνικά σχολικά βιβλία κατά και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο» δημοσιεύτηκε στη γαλλική γλώσσα, στον δεύτερο τόμο της Έρευνας για τα σχολικά βιβλία της μεταπολεμικής περιόδου που τύπωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο του Κληροδοτήματος Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη το 1927 στο Παρίσι. Στον ίδιο τόμο δημοσιεύθηκαν μελέτες από άλλες 15 ευρωπαϊκές χώρες για το ίδιο θέμα, ενώ στον πρώτο τόμο, που κυκλοφόρησε το 1923 και επανεκδόθηκε το 1925, περιλαμβάνονταν μελέτες από 7 ευρωπαϊκές χώρες. Σκοπός των κειμένων αυτών ήταν η ανίχνευση στα σχολικά βιβλία των πρώην εμπόλεμων χωρών, νικητριών και ηττημένων, στοιχείων που εγχάρασσαν στους μαθητές στερεότυπα και καλλιεργούσαν αρνητικά συναισθήματα για τους άλλους λαούς, καθώς και η διερεύνηση των παραγόντων οι οποίοι θα μπορούσαν να απειλήσουν την ειρήνη που είχε επιτευχθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μελέτη για τα ελληνικά διδακτικά βιβλία γράφτηκε στα μέσα του 1926 και είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται σε ελληνική γλώσσα. Περιλαμβάνει μία ιστορική ανασκόπηση για το πνεύμα της ελληνικής εκπαίδευσης από τον 19ο αιώνα μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους και μία εξονυχιστική έρευνα για το εθνικιστικό περιεχόμενο των βιβλίων που διδάσκονταν στα ελληνικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά από αυτόν. Έχει καθαρά αντιεθνικιστικό προσανατολισμό και καταδικάζει τον σοβινισμό και τις εθνικιστικές υπερβολές, καθώς και το φιλοπόλεμο πνεύμα που επικρατούσε κυρίως στα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου της περιόδου 1914-1917. Αποτελεί μαρτυρία του φιλελεύθερου και φιλειρηνικού πνεύματος που προσπάθησαν να εισαγάγουν στην εκπαίδευση οι πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε κατά τις περιόδους 1917-1920 και 1923-1926.
Αποσπάσματα από το κείμενο των Γληνού και Κουγέα:
«Από το 1917 και εξής, μια σημαντική μεταρρύθμιση εισάγεται στη δημοτική εκπαίδευση, η οποία, από τότε, διαπνέεται από φιλελεύθερο πνεύμα. Και επειδή αυτή η μεταρρύθμιση στηρίζεται σε βαθύτερη γνώση της παιδικής ψυχής, και προτίθεται να καλλιεργήσει στο παιδί τα στοιχεία ενός ανώτερου πολιτισμού, προβαίνει στη σύνταξη μιας σειράς αναγνωστικών βιβλίων για τις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, τα οποία καταργούν την καλλιέργεια στο παιδί ενός τυφλού και αποκλειστικού εθνικισμού και την υπόθαλψη των εγωιστικών παθών. Ωστόσο, εννοείται ότι δεν επιδιώκουν να αποδυναμώσουν στη μαθητική νεολαία την καλώς εννοούμενη αγάπη της πατρίδας, την προσήλωση στον ελληνικό πολιτισμό, το ενδιαφέρον για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία, στο όνομα της αρχής βάσει της οποίας μπορεί κάποιος να αγαπά και να υπηρετεί τη χώρα του χωρίς να αισθάνεται περιφρόνηση και μίσος για τους άλλους λαούς. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι αυτά τα βιβλία ήταν φωτισμένα από την αυγή των νέων χρόνων: ήταν καλά βιβλία, αίθρια, μεγαλόψυχα, διαποτισμένα από ένα ανθρωπιστικό πνεύμα. Ωστόσο, η διάδοσή τους δεν ολοκληρώθηκε, και όλες οι τάξεις των σχολείων στις οποίες δεν είχε εισαχθεί η μεταρρύθμιση παρέμειναν υπό την επίδραση των παλαιών βλαβερών τάσεων».
«Το σχολείο μπορεί να ανοίξει τον δρόμο […] και να προετοιμάσει, προς όφελος της νέας γενιάς, το μέλλον της Ειρήνης».
|