Να κλείνουµε την πόρτα σε ένα πρόβληµα, να προσποιούµαστε ότι δεν το βλέπουµε, να συσκοτίζουµε τα γεγονότα, να µη δεχόµαστε να µάθουµε γι’ αυτά, να βλέπουµε επιλεκτικά, όλα αυτά είναι εκφράσεις της «άρνησης», της απόρριψης δηλαδή ότι υπάρχει µία δυσάρεστη πραγµατικότητα. Όπως αναφέρεται και στην αρχική έκδοση του βιβλίου, οι αλκοολικοί που αρνούνται να αναγνωρίσουν την κατάστασή τους, οι άνθρωποι που παραµερίζουν τις υποψίες για την απιστία του συντρόφου τους, η σύζυγος που δεν παρατηρεί ότι ο σύζυγός της κακοποιεί την κόρη τους, υποτίθεται ότι «αρνούνται». Οι κυβερνήσεις αρνούνται την ευθύνη τους για τις φρικαλεότητες, ενώ τις σχεδιάζουν έτσι ώστε να επιτύχουν τη «µέγιστη άρνηση» ότι συνέβησαν.
Η άρνηση, σύµφωνα µε τον Cohen, δεν είναι µόνο ένα προσωπικό ζήτηµα, θεµελιώνεται στην ιδεολογική «βιτρίνα του κράτους» αποτελεί εργαλείο συγκάλυψης ωµοτήτων µέσω της αξιοποίησης γραφειοκρατικών ζητηµάτων.
Το βιβλίο Καταστάσεις Άρνησης είναι η πρώτη ολοκληρωµένη µελέτη τόσο των προσωπικών όσο και των πολιτικών τρόπων µε τους οποίους αποφεύγονται και παρακάµπτονται οι δυσάρεστες πραγµατικότητες. Στις σελίδες του διερευνάται µία ποικιλία φαινοµένων, από κλινικές µελέτες κατάθλιψης έως εικόνες των ΜΜΕ για τον πόνο, καθώς και εξηγήσεις για το πώς διαµορφώνεται ο «παθητικός µάρτυρας γεγονότων» (passive bystander) και η λεγόµενη «κόπωση συµπόνιας» (compassion fatigue).
Με γλαφυρό και εύληπτο τρόπο περιγράφει πώς οι µεγαλύτερες βιαιότητες και θηριωδίες εκτελούνται από αυτούς που έχουν ταχθεί να προστατεύουν τους άλλους ή τον νόµο ή τους πολίτες.
Το βιβλίο δεν αποτελεί µόνο µια περιγραφή του τρόπου µε τον οποίο συνηθισµένοι άνθρωποι µετατρέπονται σε διαχειριστές της βίας, αλλά και µια ανάλυση των µηχανισµών µέσω των οποίων η βία αυτή δικαιολογείται, γίνεται δεκτή ή συσκοτίζεται.
Σε µία εποχή που το έγκληµα θεωρείται όλο και συχνότερα µια ατοµική λύση και που τα εγκλήµατα του κράτους αποτελούν δυστυχώς κοινοτοπία, το κλασικό αυτό έργο έρχεται να φέρει ξανά στο επίκεντρο το θέµα της ευθύνης εκείνων, που εκ του νόµου έχουν υποχρέωση να προστατεύουν δικαιώµατα. Κυρίως όµως θέτει το ζήτηµα της πρόληψης αυτών των καταστάσεων.
Το «ποτέ ξανά» από σύνθημα σε στρατηγική
Παρουσίαση στην Εποχή από την Ιωάννα Δρόσου
Διαβάζοντας το «Καταστάσεις άρνησης: Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο» του Stanley Cohen, επιστρέφω συνεχώς στον τίτλο που επέλεξε ο συγγραφέας. Ένας ευσύνοπτος τίτλος, που καταφέρνει και περιγράφει ένα ογκώδες βιβλίο με απόλυτη ακρίβεια. «Θηριωδίες» είναι τα γεγονότα ακραίας βίας που συμβαίνουν καθημερινά και περνούν μέσα από τις οθόνες ή ακόμα και γίνονται μπροστά στα μάτια μας και στρέφουμε το βλέμμα από την άλλη: πόλεμος, βασανιστήρια, βιασμοί, δολοφονίες, γενοκτονίες, περιθωριοποίηση, κακοποίηση, παραμέληση, βία, κ.λπ. «Πόνος» είναι το συναίσθημα που αναγνωρίζεται στα θύματα, όταν και όποτε αυτά γίνονται ορατά. Όμως, ως θύματα αναγνωρίζονται μόνον εκείνα που βίωσαν άμεσα τη θηριωδία, ώστε αυτή να περιορίζεται στον στενό κύκλο της βίας και να μην αναζητούνται τα βαθύτερα αίτια της, στη λειτουργία των θεσμών, του κράτους, στις πολιτισμικές πρακτικές και αξίες της καθημερινότητας κ.λπ. «Κατάσταση άρνησης» είναι κάνουμε πως δεν βλέπουμε τη βαρβαρότητα, να αποστρέφουμε το βλέμμα και να διώχνουμε από το μυαλό μας όσα είδαμε, να μην παρεμβαίνουμε, να μην αναγνωρίζουμε τις δικές μας ευθύνες είτε ως θύτες είτε ως μάρτυρες γεγονότων, να μένουμε απαθείς, να μην υπάρχει λογοδοσία. Η αντίδραση και αντίσταση σε αυτές τις συνθήκες έρχεται όταν ενδιαφερόμαστε να «μάθουμε» για αυτές τις θηριωδίες, να τις κάνουμε ορατές, να μιλήσουμε για το πώς έγιναν και γιατί φτάσαμε ως εδώ, να συμβάλλουμε στην απόδοση δικαιοσύνης ως πολίτες και όχι μέσα από την εκδίκηση, για να μην επαναληφθούν τέτοιες καταστάσεις, να αναγνωρίσουμε τον εγκληματικό χαρακτήρα των πολιτικών που οδηγούν σε θηριωδίες, να μιλήσουμε για το πώς εκπρόσωποι του κράτους μετατρέπονται σε μηχανές-διαχειριστές βίας.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο μιας ειδικής σειράς με τον τίτλο «Μελέτες για το εγκληματικό ζήτημα» από τις εκδόσεις Τόπος που θα επικεντρωθεί σε επιλεγμένη βιβλιογραφία στον χώρο της Κριτικής Εγκληματολογίας, της Κοινωνιολογίας του Εγκλήματος, της Σωφρονιστικής και γενικά των Εγκληματολογικών Επιστημών. Είναι ένα βιβλίο που τηρώντας τους όρους ενός επιστημονικού πονήματος πραγματεύεται καίρια εγκληματολογικά ζητήματα με προσιτό για τους πολλούς τρόπο, με κατανοητή γλώσσα εξηγώντας γλαφυρά πραγματικά γεγονότα και κινητοποιώντας την ανάγκη να μάθουμε για το παρελθόν και για το τι συμβαίνει γύρω μας. Όπως ο ίδιος ο Stanley Cohen επισημαίνει μόνο η πλήρης γνώση για το παρελθόν ή το παρόν μπορεί να εγγυηθεί το «ποτέ ξανά».
Ζούμε σε κοινωνίες οι οποίες ολισθαίνουν στη μαζική άρνηση. Τα τηλεοπτικά ακροατήρια –και πια και τα ακροατήρια μέσων κοινωνικής δικτύωσης– είναι μάρτυρες γεγονότων. Έχει εδραιωθεί ένα αυθόρμητο, αν όχι ασυνείδητο ρεπερτόριο αντιδράσεων, που είναι ο παθητικός συμβιβασμός (το να κοιτάς αλλού), η απομάκρυνση και η αποφυγή. Όταν όμως αυτές οι αρνήσεις γίνουν διαφανείς, εξουδετερώνονται και οδηγούν σε αντίδραση και δράση. Ενεργοποιείται ξανά ο αδρανής κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος συνδέεται με τη λογοδοσία. «Ανακαλύπτετε την αλήθεια για το παρελθόν, για να επιτύχετε τη δικαιοσύνη στο παρόν» διαπιστώνει ο Cohen.
Ο ίδιος ο Cohen δεν ισχυρίζεται ότι σε αυτό το βιβλίο παρουσιάζει ένα σχέδιο που θα λύσει θεμελιώδη προβλήματα των κοινωνιών. Ούτε πως έχει βρει τον οδηγό για να αλλάξει η συμπεριφορά όλων των πολιτών. Όμως, η αναγνώριση της άρνησης είναι ένας τρόπος να αποθαρρυνθεί η συνηθισμένη σιωπή. Και αυτό είναι μια αρχή.
Γράφει η Ιωάννα Δρόσου Εποχή 03.07.2022
Η άρνηση της απόκλισης
γράφει ο Σ. Δημητρίου, Αυγή Αναγνώσεις
«Το αντικείμενο, αν όχι η φιλοδοξία, παραμένει η ίδια: τι κάνουμε με τη γνώση που διαθέτουμε για τον πόνο, για τα δεινά που υποφέρουν οι άλλοι, και τι προκαλεί σε μας αυτή η γνώση; Φαινόταν αυταπόδεικτο ότι μια κοινή – ίσως παγκόσμια ή ακόμη ‘φυσική’ αντίδραση είναι να μπλοκάρουμε, να αποσυνδέσουμε ή να απωθήσουμε αυτήν την πληροφορία. Οι άνθρωποι αντιδρούν ως εάν να μη γνωρίζουν αυτό που γνωρίζουν» (σ. 28). Ο Στάνλευ Κοέν, Ισραηλινός κοινωνιολόγος και εγκληματολόγος, ο οποίος δίδαξε στο LSE, θέτει με τα παραπάνω λόγια το κύριο αντικείμενο της έρευνάς του, δηλαδή τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την παραβίασή τους, ιδίως σε σχέση με τα βασανιστήρια.
Το βιβλίο, αποτελούμενο από ένδεκα κεφάλαια, τα οποία παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο η επιμελήτρια του βιβλίου, η καθηγήτρια εγκληματολογίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σοφία Βιδάλη, εστιάζεται στο φαινόμενο της άρνησης. Πρόκειται για την άρνηση που αφορά μια απόκλιση. Εάν, δηλαδή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αναγνώριση ίσης αξιοπρέπειας όλων και η ίση ανθρώπινη μεταχείριση όλων είναι κανόνας, τότε ο βασανισμός ανθρώπων συνιστά απόκλιση από αυτόν τον κανόνα. Βέβαια, γράφοντας κανείς για «ανθρώπινη μεταχείριση» εισέρχεται σε έναν κύκλο εξηγητικής αμηχανίας, διότι, εάν εγκαταλείψει κανείς τον παραπάνω κανόνα, τότε και ο βασανισμός ανθρώπων «ανθρώπινη μεταχείριση» θα είναι, εφόσον άνθρωποι βασανίζουν ανθρώπους και, επίσης, άνθρωποι καμώνονται ότι αυτό δεν συμβαίνει και το αρνούνται, μη παραδεχόμενοι το γεγονός οι ίδιοι, στη συνείδησή τους. Είναι και αυτή η άρνηση, η άρνηση των θηριωδών πράξεων, που ορίζονται ως απόκλιση από αυτόν τον κανόνα, εξίσου ανθρώπινη; Οι «συστηματικές κακοποιήσεις παιδιών σε χώρους υπεράνω υποψίας, οι μαζικοί θάνατοι προσφύγων στις θάλασσες της Μεσογείου και στην Ελλάδα, τα θύματα συστηματικής αστυνομικής βίας, όπως και τα θύματα που προκαλούν οι αλλεπάλληλες κρίσεις, δεν απασχολούν εξίσου με τις ατομικές περιπτώσεις, καθώς η γνώση σχετικά με αυτά είναι συνολικά αλλοιωμένη και η άρνηση ή η συγκάλυψη κυριαρχεί», όπως γράφει και η επιμελήτρια του βιβλίου (σ. 23).
Το ζήτημα, λοιπόν, έγκειται στο πώς η αντιμετώπιση αυτής της άρνησης, καθώς και η αναζήτηση των προϋποθέσεων που θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβασή της, μπορεί να μετατεθεί από το πεδίο της ατομικής ευθύνης και αυτοσυνειδησίας, χωρίς να υποτιμάται αυτή η εμπέδωση της ηθικής ευθύνης, η οποία ακυρώνει το κρυπτοφανές «δεν θέλω να ξέρω», στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής. Τότε το «δεν θέλω να ξέρω», που μισοκρύβεται – και, ως εκ τούτου, φαίνεται – πίσω από την υποκριτική απορία «Μπα, συμβαίνουν τέτοια πράγματα;», αφορά τη συλλογική αυτεπίγνωση και τη δοκιμαζόμενη, στη δημόσια σφαίρα, ηθικότητα μιας κοινωνίας. Ωστόσο, η ανάλυση του συγγραφέα εστιάζεται και στο επιμέρους, δηλαδή στον συγκεκριμένο άνθρωπο που, κάθε φορά, ενέχεται σε ειδεχθείς πράξεις, δηλαδή σε βασανισμούς ή μαζικές εξολοθρεύσεις. Η περίπτωση του ναζί Alber Speer, την οποία εξετάζει ο Κοέν (σσ. 137- 142) είναι κάτι τέτοιο. Ο συγκεκριμένος ναζί από τη δίκη της Νυρεμβέργης μέχρι και τον θάνατό του, το 1981, αρνιόταν με επιμονή ότι γνώριζε πλήρως το σχέδιο της «Τελικής Λύσης». Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναλύσει τον ψυχισμό του εκάστοτε θύτη, αλλά και των θυμάτων. Ιδίως, σε ό, τι αφορά την περίπτωση της Αργεντινής «όπου οι βασανιστές, οι φύλακες και τα θύματα ζούσαν μαζί στο ίδιο κτίριο. Η καθημερινή ζωή ήταν συχνά σαν παραίσθηση. Οι φυλακισμένοι έπαιζαν χαρτιά με αυτούς που τους έκαναν μαρτύρια. Όλοι (κρατούμενοι με χειροπέδες και αλυσίδες στα πόδια) παρακολουθούσαν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1978, φωνάζοντας μαζί συνθήματα υποστήριξης για την εθνική ομάδα. Στο στρατόπεδο του Μπουένος Άιρες, Olympus, έγκυες φυλακισμένες γυναίκες –που εξακολουθούσαν να υφίστανται βασανιστήρια– πήγαν εκδρομή με φύλακες σε ένα κοντινό πάρκο και καφετέρια. Κάθισαν μαζί, μιλώντας, εν μέρει κωδικοποιημένα, για την καθημερινή ζωή στα κέντρα βασανιστηρίων» (σ. 134). Πώς συζητεί κάποιος τα στοιχεία που συνθέτουν μια τέτοιου είδους καθημερινότητα; Η καθημερινότητα συνδέεται με την έννοια της ρουτίνας, της βαρετής επανάληψης και των ενδιάμεσων αλλαγών που, για λίγο, την διαταράσσουν. Πώς γίνεται, όμως, αντικείμενο συζήτησης η καθημερινή ρουτίνα του πόνου;
Ο Κοέν εξετάζει έναν μεγάλο αριθμό εξηγητικών αιτίων, στην κατανόηση των οποίων βοηθά πάρα πολύ και το σχετικό σημείωμα της μεταφράστριας, σχετικά με την απόδοση όρων. Η συστηματική οργάνωση του βιβλίου, καθώς και η πολύ καλή μετάφραση, θα επιτρέψουν στον αναγνώστη να αποπειραθεί να σχηματίσει δικές του εξηγητικές υποθέσεις ανασυνθέτοντας στοιχεία της ανάλυσης του συγγραφέα, όπως αυτά παρατίθενται σε σχέση με τους ποικίλους εξηγητικούς λόγους, όπως την άρνηση και την ψυχολογία αυτού που αρνείται, τον αποκλεισμό του παρελθόντος και τους τρόπους με τους οποίους γίνονται οι δημόσιες εξιστορήσεις. Δεν έχουν σημασία μόνον οι λέξεις που είναι αναγκαίες για την εξιστόρηση, αλλά και εκείνες που περιγράφουν τις αποτρόπαιες πράξεις, επειδή «στον μυστικό κόσμο των βασανιστηρίων – όπου η πρόκληση του πόνου είναι τόσο προσωπική – τα προ της χούντας νοήματα των λέξεων αλλάζουν και ουδέτερες λέξεις ξαναμεταφράζονται» και έτσι «η θεατρική διαστροφή της γλώσσας είναι περισσότερο ένα βασανιστήριο για το θύμα, μια σαδιστική ευχαρίστηση για μερικούς βασανιστές» (σ. 135).(...)
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ
του Σ. Δημητρίου, Αυγή Αναγνώσεις 05.03.22
*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Ο πόλεμος ως έγκλημα της Σοφίας Βιδάλη, Εποχή 16/04/22
(...) Ο δυτικός κόσμος που διατείνεται ότι είναι ο πολιτισμένος κόσμος (και με αυτό υπονοείται ότι έχει υπερβεί την κατάσταση του άγριου και πολιτισμικά και κοινωνικά), ο κόσμος αυτός εξακολουθεί να αποδέχεται τον πόλεμο ως μια από τις πιθανές εκδοχές στη ζωή ενός κράτους και να τον νομιμοποιεί πολιτικά και πολιτισμικά. Υπάρχει εμπεδωμένη μια ιδεολογία πολέμου που καταλήγει σε κοινωνική πρακτική, η οποία παριστά τον πόλεμο ως φυσικό γεγονός (που πλαισιώνεται βέβαια από ιδεότυπους ανδρισμού, πατριωτισμού κλπ), ως μια αναπόφευκτη κατάληξη μιας σύγκρουσης, αποδεχόμενη τις παράπλευρες συνέπειές του. Αποδεχόμαστε, επομένως, το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου, θα γίνουν ωμότητες που θα τις δικαιολογούμε, ότι θα σκοτωθούν προσφιλή μας πρόσωπα, ότι το σπίτι μας θα καταστραφεί, ότι η ραδιενέργεια θα ποτίσει το δέρμα και τα χωράφια μας κλπ. Και όταν λέω «αποδεχόμαστε», η αποδοχή αυτή δεν αφορά τον κόσμο μόνο, αλλά αφορά το πώς προετοιμάζεται ο κόσμος για να δεχθεί τον πόλεμο ως φυσικό γεγονός. Και αυτό είναι υπόθεση ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος και των υπερεθνικών οργανισμών όπως η ΕΕ.
Διότι το δίλημμα δεν είναι τι θα κάνεις αν σου επιτεθεί ο άλλος, το πρόβλημα είναι ότι δεν γίνονται αποδεκτά άλλα μέσα για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Επίσης είναι πρόβλημα, ότι η διεθνής πολιτισμένη κοινότητα κάνει ένα διάλειμμα από τον πολιτισμό για να πάει στο καρναβάλι του πολέμου, όπως θα έλεγε ο Καθηγητής Mike Presdee, και να ξεχάσει μετά ό,τι έκανε εκεί. Ο πόλεμος είναι μια δεύτερη ζωή –λέει ο Ruggiero– που ασκεί μια γοητεία σε επίπεδο και ατομικό και μικρο-ομάδας. Αυτή η γοητεία που πλαισιώνεται από ισχυρές οικονομικές δυνάμεις τον καθιστά εφικτό και φυσικό. Νομίζω, ότι ο πόλεμος είναι επιπλέον χαρακτηριστικό φαινόμενο συλλογικής άρνησης και παραποίησης της πραγματικότητας – όπως ακριβώς είχε συλλάβει την ιδέα ο Stanley Cohen– που καθιστά εφικτή την επανάληψή του και την ατιμωρησία των εμπνευστών του. Η ανάπτυξη ενός κινήματος ειρήνης με όρους της δεκαετίας του ’60 θα είχε ένα νόημα σήμερα. Αλλά ακόμα πιο ουσιαστικό θα ήταν, να αρχίσουμε να συζητάμε όχι μόνον για τα εγκλήματα στη διάρκεια του πολέμου, αλλά για τον ίδιο τον πόλεμο ως έγκλημα. Στην Εγκληματολογία αυτή η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια. Στην πολιτική όμως όχι. Το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, αν ένα ζήτημα αποτελεί πρόκληση για τον 21ο αιώνα είναι ακριβώς η υπέρβαση και η αποδόμηση της ιδέας του πολέμου και η κατανόηση του συνολικά ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Αυτές είναι βέβαια πρωτοβουλίες που μόνο προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και ιδίως η αριστερά θα μπορούσαν να αναλάβουν.
Με αφορμή τις επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο, με έχει προβληματίσει ιδιαίτερα η άρνηση πολλών ανθρώπων να παραδεχθούν την αλήθεια. Παρά τα προφανή ντοκουμέντα, η αρνητική στάση ξεκινάει από την πλήρη απόρριψή τους μέχρι την έμμεση δικαιολόγηση των παράνομων πρακτικών ακόμη και από δημοκρατικούς πολίτες. Ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον βιβλίο που παρουσιάζεται την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου, αναλύει το φαινόμενο και δίνει απαντήσεις.
Oι «Καταστάσεις άρνησης. Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο» του Stanley Cohen (εκδόσεις Τόπος) είναι μια εξονυχιστική έρευνα που αναλύει το φαινόμενο από διαφορετικές πλευρές, με εργαλεία από την κοινωνική ψυχολογία και τις κλινικές μελέτες κατάθλιψης μέχρι ιστορικά γεγονότα και μελέτη των ΜΜΕ.
Στο κλασικό αυτό βιβλίο, παρατίθενται μια σειρά από παραδείγματα άρνησης: Οι αλκοολικοί που αρνούνται να αναγνωρίσουν την κατάστασή τους, οι άνθρωποι που παραµερίζουν τις υποψίες για την απιστία του συντρόφου τους, η σύζυγος που δεν παρατηρεί ότι ο σύζυγός της κακοποιεί την κόρη τους, οι εξουσίες που αποκρύπτουν συνειδητά την αλήθεια για να συγκαλύψουν βιαιότητες και εγκλήματα.
Στην πολιτική έχουμε επίσης πολλά παραδείγματα. Υπάρχουν πολιτικοί που αρνούνται να παραδεχτούν την ήττα τους, να αναγνωρίσουν τα λάθη τους για να τα διορθώσουν. Ή ακόμη και το γεγονός ότι είναι πλέον εκτός εποχής. Ο Stanley Cohen δεν πρόλαβε τον πόλεμο του Πούτιν, διαφορετικά ίσως τον είχε συμπεριλάβει στο μακρύ και πλούσιο κατάλογο ιστορικών παραδειγμάτων που εξετάζει στο βιβλίο του.
Ο Cohen επανέρχεται και τα μεγάλα σχετικά ερωτήματα από το Ολοκαύτωμα και τον γερμανικό πληθυσμό:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού γνώριζαν ή υποπτεύονταν τι συνέβαινε στην Ανατολή. Οι σφαγές στην Ουκρανία, τη Λιθουανία, τις χώρες της Βαλτικής και την Ανατολική Γαλικία έγιναν γνωστές σε εκατομμύρια Γερμανούς σχεδόν αμέσως.
Οι φήμες για τα στρατόπεδα θανάτου προέρχονταν από στρατιώτες που λάμβαναν άδεια και είχαν εξαπλωθεί ευρέως· ήδη το 1943 η χρήση του φυσικού αερίου συζητιόταν από τους Γερμανούς και ακόμη και από ξένους· τον Ιανουάριο του 1944, οι άντρες των Ες Ες έστελναν φωτογραφίες από το κρεματόριο του Άουσβιτς και τους φούρνους με τα πτώματα. .
Αλλά πως η πίστη ή η άρνηση επηρεάζουν την τελική μας στάση;
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Σ. Κούλογλου, tvxs.gr, 19.10.2022
.
Παρακολουθήστε την παρουσίαση του βιβλίου που έγινε την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου, στο καφέ «Κήπος του Μουσείου», Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Για το βιβλίο μίλησαν οι: Αθηνά Αθανασίου (Καθηγήτρια, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, Πάντειο Πανεπιστήμιο), o Νικόλαος Κουλούρης (Αναπληρωτής Καθηγητής, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου) και η Σοφία Βιδάλη (Καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο , Διευθύντρια της σειράς Μελέτες για το εγκληματικό ζήτημα, επιστημονική επιμελήτρια του τόμου).