ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΥΔΟΞΟΥ: 112695067
1η έκδοση: Μάρτιος 2022
Το βιβλίο παρουσιάζει σε μετάφραση και στην συνέχεια ερμηνεύει αναλυτικά το ‘φιλοσοφικό διήγημα’ του πολιτικού φιλόσοφου Μάικλ Όουξοτ (1901-1990) για την βιβλική ιστορία της Βαβέλ. Η αφήγηση του Όουξοτ συμπυκνώνει κεντρικά προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης: την συνείδηση της θνητότητας, την ιδέα του Θεού, την ικανοποίηση της επιθυμίας, την συμφιλίωση με την ατέλεια του κόσμου, τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, την κοινωνική συνύπαρξη, την φύση της πολιτικής κοινωνίας. Η αλληγορία δείχνει γιατί τέτοια ερωτήματα στους Νεότερους Χρόνους χάνουν το μεταφυσικό τους περιεχόμενο, αλλά δεν εξαφανίζονται. Η μοντέρνα κοινωνία περιέχει τις δικές της αυτοκαταστροφικές εκδοχές της Βαβέλ: την άκριτη εμπιστοσύνη σε αφηρημένες ‘λογικές’ λύσεις, τις δυστοπίες των ιδεολογιών, την υλιστική αντίληψη για το ανθρώπινο ευ ζην, την αυτοπαγίδευση στον καταναλωτισμό και την πεζότητα του ‘πρακτικού’ βίου.
***
“Η πίστη ότι ένα εγχείρημα είναι μεν μακρόχρονο και δύσκολο αλλά επίσης ευγενές και ηθικό, μπορεί να το συντηρεί για καιρό. Μπορεί να κάνει υποφερτή ακόμη και την κατάρρευση του εγχειρήματος. Αρκεί και μόνον η ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για κάτι υψηλόφρον. Εκείνοι όμως που έχουν επενδύσει όλη την ενεργητικότητα και όλες τις ελπίδες τους σε ένα εγχείρημα το οποίο έχει λερωθεί έστω και λίγο από ανηθικότητα, είναι πια δεμένοι μαζί του – είναι υποχρεωμένοι να πετύχουν. Συν καιρώ αρχίζουν να νιώθουν μια αδιόρατη αυτοπεριφρόνηση, η οποία με την σειρά της υπονομεύει την εμπιστοσύνη τους στους άλλους ανθρώπους και, στην συνέχεια, στον ίδιο τους τον εαυτό.”
Απόσπασμα από τον Πύργο της Βαβέλ του Μάικλ Όουξοτ
Εφημερίδα Εστία, γράφει η Μ.Κορνάρου
Οί άντι-ιδεολογικές ιδέες του Βρεταννοΰ φιλοσόφου Μάικλ Όουκσοτ
Ό καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στό ΕΚΠΑ Παντελής Λέκκας, ό όποιος εχει μεταφράσει στά ελληνικά δύο έργα του μεγάλου φιλοσόφου, όμιλεΐ στην «ΕτΚ» γιά την σκέψη καί τό νόημα τοϋ έργου του
Τά δύο μοναδικά έργα τοϋ μεγάλου Βρεταννοΰ φιλοσόφου Μάικλ Όουκσοτ, πού έχουν μεταφραστεί στά έλληνικά, φέρουν καί τά δύο τήν ύπογραφή τοϋ Παντελή Λέκκα, καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας στό ΕΚΠΑ. Ό «Πύργος τής Βαβέλ», τό μοναδικό φιλοσοφικό διήγημα τοϋ Όουκσοτ καί ένα έργο σχετικά άγνωστο άκόμη καί στήν διεθνή βιβλιογραφία, κυκλοφόρησε νωρύτερα, αύτήν τήν χρονιά, άπό τίς εκδόσεις «Τόπος». Είχε προηγηθεϊ τό ογκώδες «Διαλέξεις γιά τήν ιστορία τής πολιτικής σκέψης», ένα έργο πού ταξιδεύει τόν άναγνώστη μέσα άπό τήν άρχαία 'Ελλάδα, τήν Ρώμη καί τόν Μεσαίωνα, γιά νά φθάσει στήν πολιτική όπως τήν γνωρίζουμε στούς νεώτερους χρόνους. Άμφότερα τά έργα συμπληρώνονται μέ έκτενές επίμετρο τοϋ κ. Λέκκα, στό όποιο καταφέρνει νά εισαγάγει τόν άναγνώστη στά βασικά χαρακτηριστικά τής σκέψεως τοϋ Όουκσοτ μέ εύληπτο τρόπο, καθώς καί νά έξηγήσει τό νόημα τοϋ άνά χεϊρας έργου.
Αμετάφραστος καί εν πολλοΐς άγνωστος στό έλληνικό κοινό, ό Όουκσοτ άπετέλεσε καθοριστική έπιρροή στήν σκέψη τοϋ κ. Λέκκα. «Όλα τά πράγματα πού νομίζουμε ότι τά ξέρουμε καί πού νομίζουμε ότι τά έχουμε καδρώσει, τά έχουμε πλαισιώσει, τά έχουμε βάλει κάτω, έρχεται ό Όουκσοτ καί τά ταρακουνάει, κουνάει τό κάδρο, τό βάζει σωστά. Δείχνει μιά πιό ιδιαίτερη, άνυπόκριτη, άνθρώπινη σκοπιά γιά νά βλέπουμε τά πράγματα. Μιά συντριπτική ιδιότητα στόν Όουκσοτ είναι ή άτεγκτη πνευματική του έντιμότητα. Είναι άκέραιος. Δέν λέει ψέματα ούτε στόν έαυτό του» έξηγεϊ ό κ. Λέκκας. «Πιστεύω ότι είναι μιά εντελώς ιδιαίτερη φωνή» συνεχίζει. «Αύτό πού προσπαθεί νά πει είναι βυθισμένο μέσα στόν σκεπτικισμό, στήν κοινή λογική, σέ έναν εμπειρισμό πού είναι σχεδόν άπρόσβλητος. Εκείνο πού σίγουρα δέν μέ παρακίνησε νά γράψω γιά αύτόν είναι ή συμβατική του ταξινόμηση στούς συντηρητικούς, γιατί δέν άνήκει στούς συντηρητικούς μέ τήν καθημερινή έννοια τοϋ όρου. Αύτό πού προτείνει καί υπερασπίζεται είναι μία μορφή συνεπειοκρατικοΰ συντηρητισμού, ό όποιος έχει τίς ρίζες του μέσα στήν άνθρώπινη διαγωγή. Έτσι, οί πιό ριζοσπάστες πολιτικοί έχουν συντηρητικές στιγμές».
Τόν Όουκσοτ είναι πράγματι πολύ δύσκολο νά τόν ταξινομήσει κανείς καί άκόμη δυσκολότερο νά τόν καταλάβει, γιατί είναι άντι-ιδεολόγος. Καί, όπως μέ πικρία διαπιστώνει, ή ιδεολογία είναι ή γλώσσα τής έποχής μας. «Όντας άντι-ιδεολόγος, είναι άντι-δεξιός καί άντι-αριστερός. Έχει μιά άντίληψη περί πολιτικής πού είναι πολύ διαχειριστική, είναι ό τρόπος πού διαχειριζόμαστε τίς ύποθέσεις μας, ή διαχείριση τής πολυκατοικίας, ό θυρωρός. Είναι ένα πολύ πιό πεζό πράγμα άπό αύτό μέ τό όποιο τήν επενδύουμε, συγχέοντας την μέ άλλα πράγματα. Άρα, τοποθετημένη σέ ένα τόσο πεζό πλαίσιο, χάνει τόν παραμυθητικό της χαρακτήρα. Χάνει τόν ένθουσιασμό καί τήν άναταραχή πού έπιφέρει, γίνεται ένα πεζό κομμάτι τής άνθρώπινης ζωής». Τό οξύμωρο, όπως έξηγεϊ ό κ. Λέκκας, είναι ότι ό Όουκσοτ έχει άποτελέσει αντικείμενο ϊδιοποτήσεως άπό· διάφορους ίδεολόγους, ιδίως άπό τούς Αμερικανούς συντηρητικούς, πού θέλησαν νά έξετάσουν τί μπορούν νά χρησιμοποιήσουν άπό τό έργο του γιά νά στηρίξουν τίς δικές τους θέσεις. Πράγματι, ένώ ό Όουκσοτ έντάσσεται σέ μία παράδοση πού ξεκινά άπό τόν Μπέρκ καί έπικρίνει τόν γαλλικό Διαφωτισμό -χωρίς ό ίδιος νά φέρνει ποτέ άντίρρηση στόν άντίστοιχο σκωτσέζικο-, ή πολιτική σκέψη του τοποθετείται μακριά άπό τίς επιδιώξεις τής σύγχρονης πολιτικής. (...).
Διαβάστε εδώ το άρθρο της Μ. Κορνάρου
Εφημ. Εστία, 10.07.2022
Βιβλιοκριτική σε Αναγνώστη, γράφει ο Στέφανος Δημητρίου
Η δημιουργική ερμηνευτική ανάπλαση
Ο όρος «φιλοσοφικό διήγημα» δεν είναι αυτονόητος, με την έννοια ότι δεν συνιστά αυτοτελή κατηγορία. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα ως προς το σε τι συνίσταται το φιλοσοφικό διήγημα. Ίσως ο καλύτερος τρόπος είναι να σκεφτούμε τι κάνουμε με αυτή την έννοια. Στον βαθμό που η χρήση εννοιών είναι μία πρακτική, και εν προκειμένω μία κριτική, ερμηνευτική πράξη, το φιλοσοφικό διήγημα ίσως και να εγγράφεται στο πεδίο τέτοιας πρακτικής. Ο Μάικλ Όουξοτ αναπλάθει ερμηνευτικώς τον γνωστό μύθο του Πύργου της Βαβέλ. Και κάνει αυτή την ερμηνευτική ανάπλαση, για να μας δείξει κάτι που μας αφορά εμάς, σήμερα, ως ανθρώπους του νεωτερικού κόσμου. Ξέρουμε ότι είναι ένας πολυσχιδής κόσμος. Στις πτυχές του μπορούμε να δούμε εκδοχές της ιδέας της προόδου, αξιακές αρχές που άλλαξαν τον κόσμο – και προς το καλύτερο, αλλά και προς το χειρότερο – κατά την πορεία της ιστορικής τους πραγμάτωσης. Μια πορεία που χαράκτηκε από την ανθρώπινη βούληση, γι’ αυτό και τα αποτελέσματά της άνθρωποι τα δοκίμασαν. Και η χειραφέτηση και ο ολοκληρωτισμός είναι αποτελέσματα των εγχειρημάτων του νεωτερικού ανθρώπου. Με αυτήν την έννοια, και εμείς, σήμερα, έχουμε κάτι και από τα δύο στο ιστορικό φορτίο που κουβαλάμε, όταν αναστοχαζόμαστε την ιστορική διαμόρφωση του κόσμου μας. Άλλωστε και οι ίδιες οι έννοιες είναι και ιστορικές κατασκευές. Δεν είναι μόνον αυτό, αλλά, όταν ξεχνάμε ότι είναι και αυτό, τις απονευρώνουμε από την αντίστοιχη δυναμική τους.
(...) Θα ισχυριστώ, προκαταβολικώς, και, στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να δείξω ότι η ερμηνεία του Λέκκα ,ως προς την ερμηνεία του Όουξοτ, είναι ισοσθενής, ως προς το ενδιαφέρον και την κριτική ευθυβολία της, με το κείμενο του Όουξοτ. Ο αναγνώστης, είτε συμφωνήσει είτε όχι, κατά το μάλλον ή το ήττον, με την ερμηνεία του Παντελή Λέκκα, θα έχει εντρυφήσει σε ένα ερμηνευτικό εγχείρημα λεπτοφυούς κριτικής πρόσληψης και ανασυγκρότησης. Ο Παντελής Λέκκας ξεκινά με ένα ερώτημα: «Γιατί ένας πολιτικός φιλόσοφος, όπως ο Μάικλ Όουξοτ, ασχολείται με τον Πύργο της Βαβέλ;» (σ.49). Ο θρησκευτικός μύθος ένας μια άκρη, για να πιάσουμε τη συνύφανση θρησκείας και πολιτικής. Άλλωστε, ακόμη και αν κάποιος αρνείται ότι υπάρχει τέτοια συνύφανση, είναι δύσκολο να αρνηθεί ότι υπάρχει συνάφεια, τουλάχιστον ως προς τη σχέση θρησκείας, μύθου και ουτοπίας. Στον βαθμό, που η τελευταία μπορεί να εκληφθεί ως ένα σχέδιο για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του μέλλοντος, άρα και για μία αντίστοιχη σύλληψη και, κυρίως, περιγραφή του παρελθόντος, ο μύθος – και εν προκειμένω ο μύθος που επέλεξε να ερμηνεύσει ο Όουξοτ – συνιστά και σχόλιο για την εσχατολογική εννόηση του χρόνου. Εφόσον αυτός περιλαμβάνει και τον ιστορικό χρόνο, θα προκύπτει και αντίστοιχη εσχατολογική σύλληψη της ιστορίας. Αυτό φαίνεται να ενδιαφέρει τον Όουξοτ και το αναδεικνύει εναργώς ο Παντελής Λέκκας. Συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε – και όχι άδικα – την ουτοπία σε αναφορά προς το μέλλον, παραβλέποντας ότι αυτό ίσως να προϋποθέτει το να σκεφτούμε το παρελθόν ως αρχιτεκτονικά σχεδιασμένη εικονική προβολή ενός μέλλοντος, το οποίο έχει προτύπωσή του την ουτοπία και τον εσχατολογικό χρόνο. Νομίζω – όσο το επιτρέπει αυτό ο τρόπος με τον οποίον προσπαθώ να ερμηνεύσω το πώς ο Παντελής Λέκκας ερμηνεύει τον Μάικλ Όουξοτ, ο οποίος ερμηνεύει τον θρησκευτικό μύθο του Πύργου της Βαβέλ – ότι η έννοια του εσχατολογικού χρόνου διαμορφώνεται μέσα σε ένα σχήμα, εντός του οποίου ο χρόνος έχει ποιοτικά γνωρίσματα: αλλάζει προς το καλύτερο, κατευθυνόμενος προς την επίτευξη ενός σκοπού, η νοηματική πύκνωση του οποίου συντελείται, όταν αυτός ο σκοπός ταυτιστεί με την πραγματική πλήρωση ορισμένων προσδοκιών, χειραφεσιακών, κυριαρχικών ή άλλων. Ή συνηθέστατα με τη σύμπτωση των δύο πρώτων. Νομίζω ότι ο Παντελής Λέκκας έχει μια τέτοιου είδους συντακτική αρχή για την οργάνωση του ερμηνευτικού εγχειρήματος. Δεν είναι μία προεννοημένη αρχή, με την οποία οργανώνει την ερμηνεία του, αλλά ένας τρόπος για να συντονίσει τον ερμηνευτικό του βηματισμό με την ερμηνευτική κίνηση του Όουξοτ, κατά την προσπάθεια του τελευταίου να ερμηνεύσει τον Πύργο της Βαβέλ. Με άλλα λόγια, ο Λέκκας δεν κολλάει την ερμηνεία του επί της ερμηνείας του Όουξοτ σαν γραμματόσημο, αλλά την αφήνει να αναδειχθεί μέσα από το ερμηνευόμενο κείμενο, το οποίο παρακολουθεί και αναλύει εκ του σύνεγγυς: «Ιδωμένος ως καθαρά υπαρξιακό ερώτημα και αποβάλλοντας το μεταφυσικό του κέλυφος, ο μύθος της Βαβέλ, μπορεί να διατυπωθεί (και έχει διατυπωθεί) με πιο κοσμικούς όρους. Τι είναι ο άνθρωπος, απλώς ζώο ή κάτι σαν θεός;» (σ.59).
Ο Όουξοτ, όπως μας δείχνει ο Παντελής Λέκκας, παραπέμπτοντας σε άλλο, εξόχως σημαντικό έργο του Όουξοτ[1], ανατρέχει στον Αριστοτέλη και στη σύλληψη του ανθρώπου ως δέσμιου της φυσικής αναγκαιότητας, αλλά δυνάμενου να επιλέγει, άρα ενός ανθρώπου ευρισκόμενου σε μια κατάσταση «παράξενα διφορούμενη», όπως θα συμπεράνει ο Όουξοτ, εφόσον έμοιαζαν και με τα ζώα, ως προς την υποταγή στη φυσική αναγκαιότητα, και με τους θεούς, ως προς την ικανότητα επιλογής. Κυρίως, ως προς το δεύτερο, όμως, ο Όουξοτ επισημαίνει το ότι η επιλογή συχνά κατευθύνεται προς την υπερβολή, η οποία αναγνωρίζεται μέσω των συμπτωμάτων της, δηλαδή τη μεγαλομανία, ή ακόμη και την παράνοια, που προκύπτει, όταν η επιλογή δεν κατευθύνεται από μία αίσθηση και γνώση του μέτρου, άρα του μετριασμού της. Ένα τέτοιο μέτρο συνιστά και τον γνώμονα της πρακτικής σοφίας. Ο Όουξοτ, λοιπόν, διερευνά ένα πρόβλημα μέσω των μορφικών του εκδηλώσεων: «Επομένως, αδιάφορα από τη μορφή με την οποία μπορεί να εκφράζεται (υπερβολή, μεγαλομανία, παράνοια, ύβρις, αμετροέπεια), το υπαρξιακό πρόβλημα που διευρευνά ο Όουξοτ στον Πύργο της Βαβέλ μπορεί να αποδοθεί και σε μη θρησκευτικό ιδίωμα, ανεξάρτητα ακόμη κι από την ίδια την ‘ιδέα του Θεού’» (σ. 61). Ας κρατήσουμε, προς στιγμήν, αυτή την ιδέα του μέτρου και της συναφούς πρακτικής σοφίας, την τόσο σημαντική στη θεωρία του Όουξοτ και την ερμηνεία του Παντελή Λέκκα, διότι, με βάση αυτήν, ο Όουξοτ θα κρίνει τη θέση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ως προς τη σχέση επιθυμίας και λογικής, όπου η πρώτη εκδηλώνεται ως προσήλωση σε σκοπούς, αλλά και ως δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής μεταξύ διαφορετικών παρορμήσεων (σ. 64), ενώ η λογική, ως λόγος, έγκειται στην ικανότητα επιλογής και ικανοποίησης εκείνων των παρορμήσεων (ή των ορέξεων επί το αριστοτελικότερον), που ορίζονται σε αναφορά προς την ευδαιμονία, η οποία όμως δεν έχει το σημερινό κοινολεκτικό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή καλοπέραση και ευμάρεια, αλλά είναι σε αναφορά προς τη νοηματική πλήρωση του βίου. Το «ζην καλώς και ευδαιμόνως» έχει ηθικοπρατική διάσταση. Σε αναφορά προς αυτό καταξιώνεται και το «ζην εντός της πόλεως». Εφόσον, λοιπόν, τα παραπάνω συνδέονται με το «ζην εντός της πόλεως», η σχέση επιθυμίας και λόγου δεν περιορίζεται στενά εντός της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά αφορά και την κοινωνική συνύπαρξη. Σε αυτήν εκφράζεται η σχέση επιθυμίας και εξουσίας. Είναι σχέση που διαρρυθμίζει τις συμβιωτικές σχέσεις των ανθρώπων. Όμως, σε αυτές τις σχέσεις, αναδεικνύεται και το ανικανοποίητο των επιθυμιών, άρα και η σύγκρουση με το ιδεώδες της επιδιωκόμενης τελειότητας, δηλαδή της σύγκρουσης με την εγγενή ατέλεια του κόσμου. Εάν ο κόσμος πάσχει, επειδή είναι ατελής, τότε η αναζήτηση της τελειότητάς του ίσως να είναι η λύση που χωρεί εντός του «ο τρώσας και ιάσεται». Γι’ αυτό και ο Παντελής Λέκκας, κατά την κριτική ερμηνευτική του ανασυγκρότηση, θα παρατηρήσει ότι « Η αναζήτηση της τελειότητας είναι, βεβαίως, εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης – κάθε ανθρώπινης ζωής και κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Πριν από τους Νεότερους Χρόνους εκφραζόταν συνήθως, με την μεσολάβηση της θρησκείας, ως γεφύρωση του χάσματος που χωρίζει την επίγεια από την θεία τάξη πραγμάτων, τους ανθρώπους από τους θεούς, στην δε χριστιανική Δύση (την γενέθλια εστία της νεοτερικότητας) ως υπόσχεση μιας σωτηρίας που θα ερχόταν κάποτε, όταν όμως ο ίδιος ο Θεός θα αποφάσιζε» (σ. 75). Η αναζητούμενη συμφιλίωση ανάμεσα στην επιθυμία και την ατέλεια του κόσμου θα είναι ο χριστιανικός συμβιβασμός, εφόσον η «Ημέρα της Κρίσεως» θα ήταν η λυτρωτική σωτηρία από αυτήν τη σύγκρουση. Αυτός, όμως, ο εσωτερικός συμβιβασμός εντός της σωτηριολογικής θρησκείας, επιτευχθείς μόνο στο εσωτερικό της θρησκευτικής πίστης, αναποδράστως επέφερε νέες αντιδράσεις (σ.83). Ο πελαγιανισμός και ο γνωστικισμός, ως κατάφαση στις δυνατότητες της ανθρώπινης βούλησης ο πρώτος και της κατοχής της «γνώσεως εν εαυτώ» ο δεύτερος, αποτέλεσαν τις «αρχικές χριστιανικές ‘αιρέσεις’ που, κατά τον Όουξοτ, συνεχίζουν να τροφοδοτούν το σωτηριολογικό στοιχείο στην δυτική σκέψη» (σ. 85). Αυτό, το, κατά τον Όουξοτ, βαθύ αποτύπωμα της σωτηριολογικής σκέψης στον στοχασμό του νεωτερικού κόσμου οδήγησε σε μία «μοντέρνα Βαβέλ». Σε αυτήν, όπως παρατηρεί ο Παντελής Λέκκας, «παρά τον κοσμικό χαρακτήρα της σκέψης μας, η ιδέα της αναζήτησης ‘τέλειων’ και ‘τελειωτικών’ λύσεων σε όλα τα δεινά ενός ατελούς κόσμου, δεν έχει εξασθενίσει. Αντιθέτως, ενδυναμώνεται από την απουσία του παλιού συνεκτικού υλικού που, μέσα στις δεισιδαιμονίες της, προσέφερε η παραδοσιακή θρησκεία – ειδικά μάλιστα, ο δυτικός χριστιανισμός, ο οποίος, παρά το σωτηριολογικό του περιεχόμενο, είχε τελικά καταφέρει να μεταθέσει την προοπτική της τελικής σωτηρίας από το επί τάδε στο επέκεινα» (σ. 89). Αυτό το απόσπασμα εξηγεί πολύ καθαρά τη θέση του Όουξοτ ως προς το πνεύμα του ρασιοναλισμού. Προφανώς ο όρος είναι απόδοση του «ορθολογισμός», αλλά ο Όουξοτ δεν στρέφεται εναντίον της έλλογης κριτικής σκέψης. Αντιθέτως, υποβάλλοντας σε κριτική τον ρασιοναλισμό, ελέγχει μία μορφή ορθολογικής σκέψης και γνώσης, η οποία είναι τεχνική, με ιδιαίτερη έμφαση στην ακριβολογία, άρα διαμορφώσιμη σε έτοιμα σχήματα, στα οποία ανέτως χωρεί, ώστε να μπορεί να κωδικοποιηθεί σε εγχειρίδια που περιλαμβάνουν αντίστοιχες οδηγίες. Είναι το είδος της γνώσης που αποκτά κάποιος μαθαίνοντας κάτι μέσω του εγχειριδίου. Θα λέγαμε ότι είναι η γνώση που περιέχεται στη φράση «γνωρίζω ότι…», όπου το «ότι» είναι αυτό που ξέρει κάποιος έχοντας μάθει το εγχειρίδιο και έχοντας κατανοήσει τις οδηγίες. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: «Μπορεί κάποιος να γίνει, με αυτόν τον τρόπο, καλός μάγειρας ή καλός ξυλουργός;». Η απάντηση του Όουξοτ είναι σαφέστατα αρνητική. Θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει και θετική απάντηση; Θα μπορούσε, αλλά αυτή προϋποθέτει ένα άλλο είδος γνώσης, την πρακτική γνώση, η οποία περιέχεται στη φράση «γνωρίζω πώς…». Είναι το είδος της γνώσης που αποκτάται μέσω της πρακτικής και της εξάσκησης σε αυτήν. Είναι το είδος γνώσης, που, στην ευρεία σημασία του, θα αντιστοιχούσε και σε μία πρακτική γνώση του ζην. Ως εκ τούτου, ο Όουξοτ, όπως μας δείχνει ο Παντελής Λέκκας, θεωρεί το πρώτο είδος γνώσης παντελώς ακατάλληλο – έως και επικίνδυνο – για την πολιτική, διότι προκρίνει αφηρημένους ιδεότυπους ως σκοπούς προς εκπλήρωση.
Διαβάστε το άρθρο εδώ
Γράφει ο Σ. Δημητρίου, ηλεκτ. περιοδικό Αναγνώστης
Παρουσίαση στο ΤΗΕ BOOKS JOURNAL από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο
Υπαρξιακός, δημοκρατικός συντηρητισμός
Ο συντηρητικός βρετανός στοχαστής Μάικλ Οονξοτ είναι, για τον καθηγητή Παντελή Λέκκα, μια προσωπικότητα της σκέψης που μιλά καίρια στην εποχή μας. Ο συντηρητισμός του θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στις προσπάθειες αντιστροφής της δημοκρατικής φιλελεύθερης νεωτερικότητας, είτε αυτές γίνονται στο όνομα ενός νέου εθνικιστικού και παραδοσιοκρατικού αυταρχισμού είτε μέσα από την αντιαποικιακή ιδεολογία της ακύρωσης και τον κοινοτισμό των ιδιαίτερων ταυτοτήτων που κομίζει. Ένα παραμύθι και ένα δοκίμιο ως εισαγωγή στην πολιτική της βαθιάς αμφιβολίας
(...) Ανθρωπολογική πρόζα και οικουμενική Βαβέλ
Με το κείμενό του αυτό, ο Όουξοτ υπερβαίνει τα συμβατικά μοντέλα επιστημονικής ανάπτυξης του θεωρητικού προβληματισμού για να γράψει χωρίς ακαδημαϊκές δεσμεύσεις ένα κείμενο που αφίσταται του ιδεολογικού συντηρητισμού και που προσανατολίζεται με σαφήνεια σε μια συνεπειοκρατική πολιτική ηθική. Μέσα από αυτή την ανθρωπολογική-μυθολογική πρόζα για τη Βαβέλ, ο Όουξοτ ξανοίγεται σε μια φιλοσοφική διαπραγμάτευση μεγάλης εμβέλειας. Όπως το δείχνει και ο Λέκκας στο δικό του δοκίμιο που ακολουθεί, κάθε πτυχή της αφήγησής του Όουξοτ έχει φιλοσοφικές αντιστοιχίες, κάθε παράγραφος βρίσκει ανταπόκριση σε ένα μείζον ζητούμενο της κοινωνιολογικής θεωρίας, της ανθρωπολογίας και εν γένει των μεγάλων ρευμάτων σκέψης με τα οποία αναμετριέται. Ποιο είναι όμως το ακριβές Α αντικείμενο αυτής της φιλοσοφικής κής πρόζας; Από πού προέρχεται η στοχαστική μετωνυμία που μας προτείνει ο Όουξοτ; Σε τι συνίσταται σταται η διηγηματική αυτή πολιτική τική και κοινωνική θεώρηση;
Πρόκειται για την –εκ πρώτης - όψεως βαβυλώνια- παραβολή του Πύργου της Βαβέλ την οποία ο Όουξοτ αποδίδει και επαναλαμβάνει σε διάφορες θρησκευτικές και εγκόσμιες παραλλαγές. Ο Όουξοτ εξαρχής ανοίγεται στο μυθολογικό-ανθρωπολογικό πλήθος των παραλλαγών της Βαβέλ. Με αφετηρία την παγίωσή της ως «βιβλικό μοτίβο», προχωρά αρκετά μακρύτερα από τη Βαβυλωνία της Γένεσης. Καταγράφει τις χρήσεις της Βαβέλ από τους αρχαίους Εβραίους και εν γένει από τον μονοθεϊστικό κόσμο, αλλά δεν ταυτίζει με αυτά όσα συμβολίζει ο μύθος. Ο βρετανός στοχαστής προβάλει στη Βαβέλ μια «μυθολογική σταθερά» που επεκτείνεται πολύ πέραν της Βαβυλώνας και της θρυλούμενης αταξίας ως θεία τιμωρία της γλωσσικής πολλαπλότητας. Γι' αυτόν, έτσι όπως παραλλάσσει και αναδιατυπώνει το μύθο, η Βαβέλ απαντάται παντού. Σε όλες τις ηπείρους και σε όλες τις εποχές.
Πρόκειται για θεμελιώδη επιλογή του συγγραφέα χάρη στην οποία οδηγεί την ανάγνωση σε μια εκκοσμικευμένη καταγραφή ενός μύθου στον οποίο αποδίδει εμβέλεια πολύ μεγαλύτερη της θρησκευτική παραβολής και, ενδεχομένως, οικουμενικά χαρακτηριστικά. Για να ενισχύσει αυτή του την απόφαση, οι δικές του Βαβέλ απαλλάσσονται από την, καθιερωμένη στο δυτικό-χριστιανικό φαντασιακό, έκπτωση της κοινότητας των αλαζόνων. Η ασυνεννοησία της πολυγλωσσίας και το πλήθος των ετεροτήτων δεν έχουν εδώ το μονοπώλιο της ερμηνείας. Η Βαβυλωνία και η Βαβέλ είναι για τη χριστιανική κοινή ηθική μια θεία τιμωρία, μια ένθεη ποινή μέγιστης κοινωνικής δυσλειτουργίας. Είναι η κόλαση του επίγειου αμετάφραστου. Δεν βρίσκεται όμως εκεί ολόκληρο το νόημά της, σύμφωνα με τον βρετανό πολιτικό φιλόσοφο. Όπως το δείχνει ο Λέκκας στο δικό του ερμηνευτικό δοκίμιο, ο Όουξοτ υπερβαίνει τον ορίζοντα της μεταφυσικής τιμωρίας των υβριστών, προσπερνά την έννοια της επικοινωνιακής κατάρρευσης μιας κοινότητας που παραβίασε τις αρχές του ένθεου οικοσυστήματός της. Και μας πηγαίνει σε κάτι πιθανόν βαθύτερο και, σίγουρα, πολύ συγκεκριμένο.
Στην πραγματικότητα, η Βαβέλ, μέσα από το ανάπτυγμα των μυθολογικών υποπεριπτώσεών της που μας προσφέρει η αφήγηση του Όουξοτ, οριοθετείται με ακρίβεια ως μια αυστηρή κριτική σε κάθε εκδοχή αυτού που στην επαναστατική νεωτερικότητα ονομάστηκε «έφοδος προς τον ουρανό». Στο στόχαστρο αυτής της απαισιόδοξης κρίσης θα βρεθούν στην πραγματικότητα όλες οι ιδεολογίες που πηγάζουν από το «πνεύμα του Διαφωτισμού», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας, και τη ρασιοναλιστική του φενάκη.
Τα δεινά της σωτηριολογικής κινητοποίησης
Με άλλα λόγια, η Βαβέλ που μας παρουσιάζεται εδώ είναι η κοινή σειρά αντιφάσεων, αδιεξόδων και ενίοτε τραγωδιών που αναπόφευκτα προκύπτει σε όλες τις περιπτώσεις οργανωμένης ιδεολογικής προσπάθειας και συνολικής παρέμβασης πάνω στην ανθρώπινη εμπειρία.
Η προσπάθεια κατάκτησης του ουρανού, η αψήφιστη φιλοδοξία της ισότιμης συνομιλίας των θνητών με «ανώτερες δυνάμεις», ιερές ή κοσμικές, ο σχεδιασμός και η κινητοποίηση για μια οριστική χειραφέτηση, η συντεταγμένη δράση για τη σωτηρία της ψυχής ή του έθνους, ή έστω για την υλική μας ευημερία, όλα αυτά, υπό την πένα του Όουξοτ, ενοποιούνται σε ένα στοιχειώδες πολιτικό και ανθρώπινο δράμα. Ένα δράμα που διαπερνά πολιτισμικές διαφορές, ιστορικές περιόδους και αντίπαλα ιδεολογικά σχέδια για να αποκτήσει την ιδιότητα του αρχετύπου. Γιατί ο Όουξοτ μπορεί να είναι επιφυλακτικός έναντι των νεωτερικών φιλοδοξιών μιας επιστημονικής οργάνωσης της καθολικής μας χειραφέτησης, αλλά παραμένει εξίσου κριτικός με τις προνεωτερικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, με τις σωτηριολογικές τους αποφύσεις και με τις εξουσιαστικές τους σκηνοθεσίες. Αυτή η σωτηριολογική κινητοποίηση, εξάλλου, ενώνει όψεις της παραδοσιακής με τη σύγχρονη Βαβέλ. Η αγωνιώδης αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας και η αγοραία προσδοκία της υλικής ευημερίας που δείχνουν στην αφήγηση του Όουξοτ να στοιχειώνουν τις νεωτερικές Βαβυλωνίες είναι ουσιαστικά διολισθήσεις και παραλλαγές των αρχαίων –και αρχέγονων- κατασκευών για την κατάκτηση την επουράνιας πρόνοιας και σωτηρίας. Έτσι λοιπόν, ο συντηρητισμός του πόρρω απέχει από το να είναι αντιδημοκρατικός και σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει την αντιδραστική αναζήτηση μιας επιστροφής σε κάποιο καθαγιασμένο Παλαιό Καθεστώς.
Ο μύθος της Βαβέλ για τον Όουξοτ, εξάλλου, δεν αντιπροσωπεύει την κριτική κάθε απόπειρας ανατροπής της τάξης του κόσμου. Δεν είναι το αυστηρό βλέμμα του θεού σε όποιον θίγει τον τρόπο με τον οποίο μόνος εκείνος κανοναρχεί τα επίγεια πράγματα και τη σχέση μας μαζί του. Όπως καθαρά φαίνεται και στο ερμηνευτικό δοκίμιο του Λέκκα, η κριτική στις μεγάλες ουτοπίες, οι οποίες σε κάθε απόπειρα εφαρμογής τους οδηγούνται, μέσω της συγκέντρωσης εξουσίας που πετυχαίνει το μοντέρνο κράτος, σε μια προδιαγεγραμμένη δυστοπία, από τη μεριά του Όουξοτ έχει μια πολύ γενικότερη στόχευση και, σίγουρα, ένα πεδίο θεωρητικής αμφισβήτησης ευρύτερο από εκείνο που θα πίστευε κανείς ότι προσδιορίζεται από την εποχή στην οποία ο Όουξοτ αναπτύσσει τη σκέψη του. Πιο συγκεκριμένα, η συντηρητική κριτική στους μεγάλους πολιτικούς σχεδιασμούς της χειραφέτησης και στη δυστοπική τους κατάληξη δεν εξαντλείται στην κομμουνιστική τους εκδοχή. Όλες οι εφαρμογές των μεγάλων αφαιρέσεων αποτελούν κατά τον βρετανό συντηρητικό περιπτώσεις μιας προδιαγεγραμμένης καταστροφικής κατάληξης. Όπως το σημειώνει και ο Λέκκας, η προσέγγιση σέγγιση του Όουξοτ διαπερνά τα Η καθιερωμένα ιδεολογικά διαμερίσματα σματα που χωρίζουν τη συντήρηση από την πρόοδο, ενώ, όπως ήδη αναφέραμε, αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τις κρίσιμες αυτές περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας, είτε τις συναντούμε στις παραδοσιακές είτε στις μοντέρνες κοινωνίες.
Η κριτική στις σύγχρονες ευδαιμονιστικές ουτοπίες Γι' αυτό και η παραβολή της Βαβέλ που κάνει ο Όουξοτ –έτσι όπως μας βοηθάει ο Λέκκας να τον διαβάσουμε- δεν αφορά μόνο όσες εφαρμοσμένες πολιτικές ουτοπίες συνέχονται από ιδεολογία, κομματική οργάνωση και κρατική εξουσία, αλλά και πιο πεζές και σύγχρονες μορφές εγκόσμιας φιλοδοξίας. Αντικείμενο της κριτικής του είναι λοιπόν και οι (μετά-) (μετα-)μοντέρνες εκδηλώσεις της «εφόδου στον ουρανό». Η έκπτωτη επιθυμία πλουτισμού, η ματαιωμένη προσδοκία σταδιοδρομίας στο στίβο της υπερφιλελεύθερης εμπορικής επιτυχίας, ο αδιέξοδος δρόμος μιας αγοραίας ζωής που στερείται νοήματος είναι νήματα της καπιταλιστικής εμπειρίας με τη σειρά της, υπόκειται και αυτή στο δράμα της Βαβέλ. Η ατομοποιημένη επιθυμία, διαποτισμένη από τις γενικότητες της συλλογικής ευημερίας ή από τη μεταφυσική της «επιδίωξης της προσωπικής ευτυχίας», έρχεται και αυτή αντιμέτωπη με την πρακτική πλευρά της πραγματικότητας. Υπόκειται στην οδύνη της αυθεντικής εμπειρίας, εκείνης που συναντά όποιος φτιάχνει παλάτια και πύργους στην άμμο τον ίδιο τον Πύργο της Βαβέλ. (...)
Διαβάστε το άρθρο εδώ
Π. Παναγιωτόπουλος, THE BOOKS JOURNAL
τ.134, Σεπτ. 2022
Βιβλιοπαρουσίαση από τον Ζαχαρία Καραταράκη για την εφημ. Πατρίς της Κρήτης
Ο μύθος της Βαβέλ
(...) Τον «Πύργο της Βαβέλ» ονομάζει ο μεταφραστής φιλοσοφικό διήγημα και είναι εύστοχος ο χαρακτηρισμός του. Έχει τη χαρά και την ομορφιά ενός διηγήματος, αλλά και την καθαρότητα και το βάθος μιας φιλοσοφικής θεώρησης με ευρύτερες στοχεύσεις.
Πέρα από την άριστη μετάφραση ο Παντελής Λέκκας σε 25 ερμηνευτικά σχόλια βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει το φιλοσοφικό περιεχόμενο και την ευρύτερη σημασία που διακρίνει τον συγγραφέα για να αντιληφθεί τη σύγχρονη εποχή της νεωτερικότητας.
Φυσικά, ο θεματικός πυρήνας του μύθου είναι η σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Ανικανοποίητος ο άνθρωπος και θέλοντας να απολαύσει και να πραγματώσει όλες του τις επιθυμίες που είναι ακόρεστες, αισθάνεται ως εμπόδιο το Θεό και θέλει να τον ανατρέψει. Αν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα βέλος που κινείται ανάμεσα στο ζώο και το Θεό, μοίρα του είναι η δυστυχία. Το ζώο έχει μια μορφή ευτυχίας ικανοποιώντας τις βιολογικές του ανάγκες.
Ο Θεός επίσης είναι ευτυχής γιατί διαθέτει την απόλυτη εξουσία κι ο λόγος του είναι πράξη. Ο άνθρωπος αιώνια ανικανοποίητος είναι ον τραγικό. Το παρόν και όσα απολαμβάνει δεν γεμίζουν την ψυχή του. Αυξάνει τις γνώσεις του, βελτιώνει τους όρους της ύπαρξής του, πολλαπλασιάζει τη δύναμη και την ελευθερία του, ταξιδεύει στα άστρα, κυριαρχεί στη γη, στον αέρα και στη θάλασσα, αλλά ο φόβος και το άγνωστο συσκοτίζουν την ψυχή του.
Ας θυμηθούμε τον στίχο του Σοφοκλή « πολλά τα δεινά κ’ ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» μτφρ “Πολλά είναι τα αξιοθαύμαστα και φοβερά, αλλά τίποτε δεν είναι τρομερότερο από τον άνθρωπο”. Αυτή ακριβώς την ανθρώπινη φύση εκμεταλλεύθηκαν κατά καιρούς ορισμένοι για να οδηγήσουν στην καταστροφή. Ο Χίτλερ, ο Στάλιν και άλλοι πολλοί λατρεύτηκαν από το λαό τους, γιατί τους υποσχέθηκαν ότι θα πραγματώσουν την ουτοπία και θα τους οδηγήσουν σ’ ένα παραδείσιο τόπο. Κάποιοι άλλοι είχαν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Όμως, πρέπει να αναζητήσουμε την εσωτερική γαλήνη και ηρεμία. Φυσικά κάθε άτομο μπορεί να ανοίγει τα φτερά του και να απολαμβάνει το γαλάζιο ουρανό. Όταν όμως παρασύρεται από αιθεροβάμονες ηγέτες και τους ακολουθεί τυφλά χάνει και την ελευθερία του και αντί να αντικρύσει τον ουρανό γκρεμίζεται στο βάραθρο.
Λυπούμαι, γιατί στην παρουσία μου αδυνατώ να δείξω τον πλούτο των ιδεών και των σκέψεων που περιέχονται στην εμπεριστατωμένη ερμηνεία του Παντελή Λέκκα. Το βιβλίο υπάρχει και είμαι βέβαιος ότι θα αποζημιώσει εκείνους που θα το διαβάσουν.
Διαβάστε την παρουσίαση εδώ
γράφει ο Ζαχαρίας Καραταράκης, Εφημ. Παρτίς (06.12.2022)
Παρουσίαση στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα τχ. 157 από την Ελένη Ανδριάκαινα
Οι ιδεολογίες της τελειότητας/αριστείας και τα στρατηγικά πλάνα της Βαβέλ
(...) Μια έκπληξη με περίμενε όταν άνοιξα τις σελίδες του βιβλίου και συναντήθηκα με το παράτολμο εγχείρημά του. O Πύργος της Βαβέλ του Π. Λέκκα έρχεται να μας υπενθυμίσει ό,τι εδώ και αιώνες προσπαθούμε να ξεχάσουμε και να ξορκίσουμε – την περατότητα του ανθρώπου και την αναγνώριση των ορίων του, των ορίων του ορθού λόγου, της επιστήμης και της πολιτικής. Επιτέλους, αναφώνησα, ένα βιβλίο που είναι επίκαιρο δίχως να συνθλίβει τον στοχασμό μας στον βωμό της ξέφρενης μηντιακής επικαιρότητας, που αναφέρεται στο ζωντανό παρόν ανατρέχοντας σε έναν πανάρχαιο, οικουμενικό μύθο, που μιλάει για την αυτογνωσία επισημαίνοντας τον ανοικτό, μερικό, αβέβαιο και ημιτελή χαρακτήρα της γνώσης, που μιλάει για την πολιτική ενώ αναστοχάζεται τα υπαρξιακά διλήμματα της ανθρώπινης κατάστασης.
Το βιβλίο του Π. Λέκκα για τη μοντέρνα Βαβέλ βρίσκει τη θέση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων σε μια εποχή όπου το τεχνο-ουτοπικό όραμα της τελείωσης του ανθρώπου βρίσκεται πρώτο στην επιστημονική ατζέντα, ενώ καθημερινά οι εικόνες των δελτίων ειδήσεων το διαψεύδουν. Την ίδια στιγμή, οι γέροντες στα καφενεία του μικρού μoυ χωριού Ενκαρδία, στην κορυφή του βουνού Εγκαλέω, κουνούν στοχαστικά το κεφάλι τους τσουκρίζοντας τα ποτήρια τους και σιγοτραγουδώντας το αγαπημένο τους άσμα, Το Ντρημ Συντρίμ.
*_*
Ο μύθος της Βαβέλ, το κείμενο του Μάικλ Όουξοτ (Μ.Ο. εφεξής) το οποίο φιλοξενείται μεταφρασμένο στο πρώτο μέρος του βιβλίου του Π. Λέκκα, δημοσιεύτηκε το 1979. Πρόκειται για το δεύτερο κείμενο που γράφει ο Bρετανός καθηγητής με τον ίδιο τίτλο· το πρώτο δημοσιεύτηκε αρκετά χρόνια πριν, το 1948. Εδώ ο Μ.Ο. μεταπλάθει τον μύθο της Βαβέλ σε φιλοσοφικό διήγημα, τον αξιοποιεί ως μια μεταφορά για την κριτική προσέγγιση της τελειομανίας, η οποία χαρακτηρίζει τη νεοτερικότητα (1) και συναρτάται με τις ολοκληρωτικές της όψεις, την αποθέωση της πρακτικότητας και της εργαλειακής προσέγγισης του κόσμου και του εαυτού.
Το στιλ γραφής του Μ.Ο. στη δεύτερη αυτή εκδοχή του Πύργου της Βαβέλ είναι έκδηλα ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό, πικρά αστείο και ευαίσθητα σκληρό. Η μοντέρνα εκδοχή του μύθου που διηγείται ο Μ.Ο. πάει κάπως έτσι:
Ο Νεβρώδ, ο ηγέτης της Βαβέλ, καταστρώνει ένα μεγαλοφυές στρατηγικό σχέδιο. Με σύνθημα την τελειότητα, την καινοτομία και την αριστεία, ο Νεβρώδ εξαγγέλλει το χτίσιμο ενός υψηλού πύργου που θα φτάσει μέχρι τον ουρανό και θα εκτοπίσει από τον θρόνο του τον Θεό, τον κύριο της τέλειας πολιτείας. Οι κάτοικοι της Βαβέλ πείθονται από τις μεγαλοστομίες του Νεβρώδ και συνεργάζονται αρχικά με ενθουσιασμό για το πρότζεκτ – να χτίσουν τον πύργο των ονείρων τους. Για να πραγματώσουν την μεγάλη ιδέα, αρχίζουν να συνενώνονται όχι ως πολίτες οι οποίοι, αν και διαφορετικοί αξιακά και πολιτισμικά, συμμερίζονται τους δεσμευτικούς κανόνες της πολιτείας, αλλά ως μέτοχοι μιας μεγάλης επιχείρησης που δεσμεύονται σε έναν κοινό πρότζεκτ-σκοπό. Η Βαβέλ υιοθετεί τις σύγχρονες τεχνικές Μάρκετινγκ-Μάνατζμεντ και σχεδιάζει το δικό της λογότυπο το οποίο υποδηλώνει την εταιρική της ταυτότητα ως επιχείρηση. Νέα γραμματόσημα εκδίδονται από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες της Βαβέλ με το σήμα του Πύργου. Στην υπηρεσία του νέου «κοινωνικού σκοπού» στρατεύονται τα Πανεπιστήμια της Βαβέλ τα οποία διευρύνουν το πρόγραμμα σπουδών τους και προσφέρουν πτυχίο στους αποφοίτους τους με εξειδίκευση στις Σπουδές Πύργου. Οι θεράποντες του Πανεπιστημίου της Βαβέλ αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν «“ένα σύστημα εκπαίδευσης” που σκοπό θα έχει να προσφέρει (…) “τις δεξιότητες και την προσαρμοστικότητα που απαιτεί το κοινό έργο (…): Ένα καινούριο μάθημα, η Πυργοτεχνολογία (ΠΤ, για συντομία), μπήκε στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου. Κι ένα καινούριο πτυχίο, στην Πυργολογία, προσφερόταν πλέον από το Πανεπιστήμιο. Η δε Σχολή Καλών Τεχνών μετατράπηκε σε Σχολή Βιομηχανικού Σχεδίου» (σ. 31-32). Η αλλαγή κρίθηκε αναγκαία, καθώς η κατασκευή του πύργου απαιτούσε νέες δεξιότητες για να μπορέσει ο πληθυσμός να προσαρμοστεί στο εγχείρημα.
Η διαδικασία ανέγερσης του Πύργου, η προσπάθεια επίτευξης του κοινού στόχου των πολιτών της Βαβέλ, δεν μπορούσε να αφεθεί στην υποκειμενική κρίση των πολιτών της. Αναγκαία κρίθηκε η εισαγωγή ορισμένων ποσοτικών, αντικειμενικών δεικτών απόδοσης, η υιοθέτηση ορισμένων εργαλείων-δεικτών για τη μέτρηση της αποδοτικότητας του καθενός και της συμβολής του στον κοινό στόχο. Επαγγελματίες μάνατζερ, ως επιστάτες του έργου, ανέλαβαν τη φροντίδα για την πορεία της ανέγερσής του. Ερωτηματολόγια, φόρμες αξιολόγησης, ποσοτικοποιημένα δεδομένα, στατιστικά δελτία, πίνακες κατάταξης – με αυτούς τους τρόπους, μέσω της εμπέδωσης μιας κουλτούρας λογιστικού ελέγχου, «ο κοινωνικός σκοπός των κατοίκων της Βαβέλ βρισκόταν συνεχώς υπό παρακολούθηση, εξονυχιστική μεν, άκριτη δε» (σ. 34-35). Καθώς το ύψος του Πύργου δεν ήταν δυνατόν να υπολογιστεί με μαθηματική ακρίβεια –πώς άλλωστε θα ήταν δυνατόν να μετρηθεί η απόσταση που χωρίζει τα εγκόσμια από το υπερπέραν, τον άνθρωπο από τον Θεό– οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των προσπαθειών για το τελικό αποτέλεσμα δεν είχαν τέλος· διαρκείς μεταρρυθμίσεις κρίθηκαν απαραίτητες, διαρκή σεμινάρια πραγματοποιούνταν με το ίδιο θέμα, τις τεχνικές, τις γραφειοκρατικές λεπτομέρειες ανέγερσης του Πύργου. Οι σύμβουλοι του Νεβρώδ ανέλαβαν τη διαχείριση της ολοκλήρωσης του σχεδίου, της οικοδόμησης του Πύργου, επιδεικνύοντας μια σχεδιαστική μονομανία εκ του μηδενός: «ήθελαν να κατεδαφίσουν ό,τι είχε χτιστεί μέχρι τότε και να ξεκινήσουν να χτίσουν από την αρχή, βάσει καλύτερων αρχιτεκτονικών σχεδίων» (σ. 35), πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα επιστημονικό, ορθολογικό, ευγενές και ηθικό.
Τελικά, ο Πύργος κατέρρευσε πάνω στα κεφάλια τους. Κανείς δεν γλύτωσε από τα συντρίμμια. Αιτία δεν ήταν η σύγχυση των γλωσσών, αλλά ο μονισμός, η μονομανία και η μεγαλομανία των κατοίκων της, και δη των πολιτικών και πνευματικών της ηγετών. Στοχεύοντας έναν μελλοντικό, υψηλό, μεγαλειώδη, άπιαστο στόχο, οι κάτοικοι της Βαβέλ άδειασαν τη ζωή τους, το παρόν τους, από κάθε νόημα.
Διαβάστε την παροπουσίαση εδώ
Σύγχρονα Θέματα τχ. 157
γράφει η Ελένη Ανδριάκαινα, 12.12.2022
Δείτε τα περιεχόμενα και εδώ ένα ενδεικτικό κεφάλαιο του βιβλίου.
|