1η έκδοση: Ιούνιος 2023 Πίνακας εξωφύλλου: Alfonso Demetrios Romero
Ιστορία και μυθοπλασία, το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα τρίπτυχο. Τρεις σταυροί, τρεις στιγμές, τρεις διαφορετικές φωνές σημαδεμένες από τον χρόνο, για μια μέρα που αντικατοπτρίζει το Κάλι των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70.
Αρμάντο Ρομέρο (Προειδοποίηση [του συγγραφέα] στους φίλους αναγνώστες)
Κάλι, Κολομβία στο γύρισμα της δεκαετίας του ‘50. Κλειδαμπαρωμένοι στο σπίτι, εξαιτίας της βίας που εξαπλώνεται στην πόλη, μια μητέρα με τα μικρά παιδιά της, τον Ελίψιο και τον Φρανσίσκο, περιμένουν με αγωνία τον πατέρα να επιστρέψει από τη δουλειά. Επιβάλλεται συσκότιση, οι δρόμοι γεμίζουν νεκρούς. Η αιματηρή περίοδος γνωστή και ως «Λα Βιολένσια» έχει ξεκινήσει.
Χρόνια μετά, ο φοιτητής Ελίψιο διώκεται από την αστυνομία και τον στρατό και καταφεύγει στο διαμέρισμα της κοπέλας του. Ανήκει στους ναδαϊστές, μια ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας που στοχεύει να αφυπνίσει συνειδήσεις με τη βία και να δώσει μια κλοτσιά «στον κώλο της κοινωνίας». Ο Ελίψιο τελικά συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, καταφέρνει να δραπετεύσει. Τρεις μέρες, τρεις διαφορετικές δεκαετίες σε ένα μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία, την ιστορία και την ποίηση και εξερευνά μια αποσιωπημένη περίοδο εμφυλίου πολέμου στην ιστορία της Κολομβίας.
Πρόλογος του Άλβαρο Μούτις
Η σοβαρότερη συνέπεια για τα κολομβιανά γράμματα από την παραφροσύνη του Κάιν που έχει κατακυριεύσει τη χώρα μας είναι η ανεξάντλητη παρέλαση διηγημάτων που προσπαθούν να γίνουν μυθιστορήματα και δεν πετυχαίνουν ούτε καν την ταπεινή αρετή τού να είναι μαρτυρίες. Το να γράφει κάποιος ένα βιβλίο διακοσίων σελίδων στη γλώσσα του υποκόσμου δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα γι’ αυτόν τον πολύπλοκο και παραβατικό χώρο, ο οποίος δεν μπορεί να μας αποκαλυφθεί απλώς και μόνο μεταγράφοντας σε τοπική «αργκό» μερικά ασύνδετα και θλιβερά επεισόδια. Ούτε, επίσης, η λεπτομερής περιγραφή των λαβυρίνθων του σαδισμού και της νοσηρότητας, στους οποίους χάνεται ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της Κολομβίας, εκβάλλει, αναγκαστικά, σε ένα αξιόλογο και ευανάγνωστο μυθιστόρημα.
Ο Αρμάντο Ρομέρο επέλεξε, κατά την κρίση μου με συγγραφική ωριμότητα, τον άλλο δρόμο, τον δυσκολότερο αλλά τον μόνο αποτελεσματικό, επιμένοντας να αφηγηθεί, χωρίς υπέρμετρες φιλοδοξίες και ασήμαντους μελοδραματισμούς, τη ζωή μιας οικογένειας και ενός νεαρού συγγραφέα στο Κάλι της Κολομβίας, βάζοντας σε αυτή την περιγραφή τη σωστή δόση ποίησης και αλήθειας – απαραίτητες ώστε ο αναγνώστης να τις ζήσει με την πληρότητα της προσωπικής εμπειρίας. Όλα για τη μοναδική αρετή μιας αυστηρής εντιμότητας γραφής και μιας βαθιάς απόρριψης κάθε εύκολης ευχαρίστησης.
Υπάρχει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και νοσταλγίας, λύπης για ό,τι δεν διασώζεται και συμπόνιας για ό,τι δεν διορθώνεται σε αυτές τις σελίδες του Αρμάντο Ρομέρο, που κάνει το μυθιστόρημά του ένα έργο διαρκείας και αναγκαίο στα γράμματα της Αμερικής μας. Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί αυτή την ανάγκη αμέσως μόλις ξεκινήσει το διάβασμα του βιβλίου, που η ανάμνησή του θα τον συνοδεύει για πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο υποπτεύεται. Αυτά τα νιάτα που ζουν, ονειρεύονται, υποφέρουν και πεθαίνουν σε τούτο το μυθιστόρημα συνθέτουν μία από τις συγκινητικότερες και απέλπιδες παρελάσεις της βαριάς μοίρας που έχει σημαδέψει πολλές γενιές της Λατινικής Αμερικής μας. Είναι η μαρτυρία μιας αποτυχίας, αλλά και η κραυγή, επίσης, μιας ελπίδας που δεν σβήνει. Όποιος έτσι θυμάται και αγαπάει τους ανθρώπους και τους τόπους των παιδικών και των νεανικών του χρόνων μάς αποδεικνύει ότι το παιχνίδι δεν έχει χαθεί τελείως. Αυτές οι σελίδες πρέπει να διαβάζονται με την αθωότητα του οραματιστή, την ίδια με την οποία γράφτηκαν. Είναι μια πρόκληση προς τον αναγνώστη, αλλά και μια τιμή προς τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του.
Διαβάστε εδώ μια βιβλιοπαρουσίαση από τον Αντώνη Ν. Φράγκο για την ΑυγήΛα Βιολένσια: Τρεις εποχές στην Κολομβία του μεγάλου τρόμου 22/09/2023.
Συνέντευξη του συγγραφέα στον Ιωάννη Κοντό για το πόληΚ
«Η σιωπή είναι θρεπτικό συστατικό της δουλειάς μου»
Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, ο Κολομβιανός Αρμάντο Ρομέρο βρίσκεται αυτό το διάστημα στην Ελλάδα προκειμένου, μεταξύ άλλων, να παρουσιάσει το έντονα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του, Μία μέρα στους σταυρούς.
Το βιβλίο συνιστάμια «κατάδυση» στη βία της κολομβιανής κοινωνίας των δεκαετιών 1950-1970. Συναντώντας τον συγγραφέα στην Αθήνα στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (13-24 Ιουνίου).
Το μυθιστόρημά σου Μία μέρα στους σταυρούς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος, γράφτηκε στην Ελλάδα -και εν μέρει στην Ικαρία- το 1991.
Μιας και η θάλασσα είναι ένα επανερχόμενο, σαν μάντρα, μοτίβο στο βιβλίο -όπως αντιστοίχως το ποτάμι στο Καχάμπρε-, ποια είναι η σχέση σου με τη θάλασσα; Είχες σχεδιάσει να γράψεις αυτό το βιβλίο στην Ελλάδα;
Η σχέση μεταξύ της θάλασσας και του ποταμού είναι ενδιαφέρουσα. Στο Καχάμπρε το ποτάμι συνδέεται με τη θάλασσα. Το αστικό τοπίο στο Μία μέρα στους σταυρούς δε συνδέεται άμεσα μ’ αυτή. Εκεί, η θάλασσα αποτελεί τη διέξοδο. Η πόλη Κάλι, όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα, βρίσκεται, από γεωγραφικής άποψης, στην άλλη πλευρά των βουνών. Οπότε πρέπει να περάσεις πολύ ψηλά βουνά προκειμένου να φτάσεις στη θάλασσα. Ο Ελίψιο, ο πρωταγωνιστής του Μία μέρα στους σταυρούς, θέλει, λοιπόν, να φτάσει σ’ αυτή τη θάλασσα.
«Εκεί που καταλήγουν όλα».
Στην πόλη είναι πάντα παγιδευμένος, επομένως η θάλασσα σηματοδοτεί την απελευθέρωση. Στο Καχάμπρε, αντίθετα, η θάλασσα δε συνιστά απελευθέρωση, βρίσκεται πάντα εκεί.
Ας επιστρέψουμε στην Ελλάδα και την Ικαρία.
Το 1991 έλειπα από το πανεπιστήμιο με εκπαιδευτική άδεια και είχα κατά νου να γράψω σχετικά με τη σύγχρονη κολομβιανή ποίηση.
Μια ακαδημαϊκή δουλειά;
Ένα ακαδημαϊκό βιβλίο. Ήμουν ένας νεαρός ακαδημαϊκός και ήθελα να «σκαρφαλώσω» στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Φτάνοντας, όμως, στην Ελλάδα συνέβη κάτι περίεργο. Ο ήχος της ελληνικής γλώσσας -την οποία δεν καταλάβαινα καθόλου- και οι φωνές των ανθρώπων μου θύμιζαν πολύ τα ισπανικά. Δε με ενοχλούσαν, σε αντίθεση με τα αγγλικά που με περισπούσαν. Αυτή η προυστιανή σιωπή γέννησε μια φωνή και ένα κείμενο, γιατί είχα στο μυαλό μου τους ήχους της παιδικής μου ηλικίας.
Η πιο έντονη ανάμνηση από την παιδική σου ηλικία είναι, άρα, οι ήχοι;
Ναι, θυμάμαι ήχους και ιστορίες. Ενώ, λοιπόν, βρισκόμουν στην Ελλάδα, άρχισα να τα ανακαλώ όλα αυτά. Έφτασα, ωστόσο, σε ένα σημείο κατά το οποίο δεν μπορούσα να συνεχίσω το πρώτο από τα -κατόπιν- τρία μέρη του βιβλίου, γιατί, αν το συνέχιζα, θα επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα σχετικά με το πρώτο μέρος. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο, γιατί έτσι θα εξανεμιζόταν ο αντίκτυπος αυτού του μέρους. Έτσι «πήδηξα» στο δεύτερο και, εντέλει, στο τρίτο, υιοθετώντας την ιδέα ότι όλα τα γεγονότα συμβαίνουν σε μια μέρα. Έπειτα προέκυψαν τα σύμβολα. Ένα από αυτά, ο λόφος με τους τρεις σταυρούς, όντως υπάρχει στο Κάλι, τη γενέτειρά μου.
Η αίσθηση του χρόνου είναι, σε κάθε περίπτωση, «εξαρθρωμένη», κατά τον σεξπιρικό τρόπο.
Το πρώτο κεφάλαιο λειτουργεί ως πρόλογος. Το δεύτερο και το τρίτο συνδέονται, καθώς το τελευταίο αποτελεί τη συνέχεια του προηγούμενου. Η βασική ιδέα είναι πως ο χαρακτήρας του Ελίψιο βρίσκεται πάντα σε ένα δωμάτιο ή έναν τόπο, όπου είναι παγιδευμένος. Στο πρώτο κεφάλαιο βρίσκεται παγιδευμένος στο πατρικό του, στο δεύτερο στο διαμέρισμα της Λάμια, της συντρόφου του, και στο τρίτο είναι έγκλειστος στη φυλακή. Η αίσθηση της παγίδευσης -ανάμεσα σε τοίχους ή λόγω των συνθηκών- είναι, επομένως, ένα στοιχείο που ενοποιεί τα κεφάλαια.
Αισθανόσουν κι εσύ παγιδευμένος κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν ακόμα ζούσες στην Κολομβία;
Ασφαλώς. Γι’ αυτό και εγκατέλειψα τη χώρα και δεν επέστρεψα ποτέ.
Δεν έβλεπες προοπτική;
Δε φοβόμουν μήπως δεν μπορούσα να επιβιώσω ή να βγάλω λεφτά. Έφυγα από την Κολομβία γιατί δεν μπορούσα να ζήσω εκεί. Διαφώνησα, εξάλλου, με κάποια από όσα έκαναν οι Ναδαϊστές, στο κίνημα των οποίων συμμετείχα, ενώ συμφωνούσα με άλλα. Το ότι ανήκα σ’ αυτή την ομάδα με απομόνωνε από άλλους ανθρώπους, συγγραφείς και μη.
Γιατί;
Η Κολομβία είναι βίαιη χώρα. Δεν μπορείς, συνεπώς, να συμμετέχεις σε μια ομάδα και να περιμένεις πως οι άλλοι θα επιδοκιμάσουν την επιλογή σου. Έτσι, κάποια στιγμή η κατάσταση έγινε συγκρουσιακή. Αρχικά πήγα στη Βενεζουέλα, από εκεί ταξίδεψα στις Η.Π.Α., έπειτα στο Μεξικό, κατόπιν πάλι στη Βενεζουέλα, στη συνέχεια στην Αργεντινή…
Ένας νομάδας!
Παρέμεινα στη Βενεζουέλα μέχρις ότου οι συνθήκες επέτρεψαν την επιστροφή μου στις Η.Π.Α. Εκεί άλλαξα «μονοπάτι» εισερχόμενος στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Ποτέ δε γράφω κάτι γιατί νομίζω ότι θα πουλήσει, εξάλλου. Γράφω γιατί το χρειάζομαι και το χρειάζεται κι ο αναγνώστης. Συνειδητοποίησα, επομένως, πως με τη συγγραφή δε θα έβγαζα λεφτά. Αποδέχτηκα, έτσι, μια προσφορά να εκπονήσω ένα διδακτορικό, το ολοκλήρωσα, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια. Όταν, κατόπιν, έφτασα σε ένα τέτοιο σημείο στην ακαδημαϊκή ιεραρχία όπου δεν μπορούσαν να με ακουμπήσουν, αποφάσισα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να επιστρέψω στη συγγραφή. Σ’ εκείνη την περίοδο έγραψα το Μία μέρα στους σταυρούς.
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Ιωάννης Κοντός, https://poli-k.net/, 18/06/2023
Xριστίνα Πάντζου για την Εφημερίδα των Συντακτών
Πόσους σταυρούς αντέχει μια χώρα;
[...] ο Κολομβιανός συγγραφέας κάνει μια ποιητική και συνάμα δραματικά ρεαλιστική αναδρομή στις πρώτες δεκαετίες των άγριων συγκρούσεων που ξεκίνησαν το 1948, μετά τη δολοφονία του Χόρχε Ελιέσερ Γαϊτάν, ηγέτη των Φιλελεύθερων (liberal, που σε αυτή την περίπτωση εννοεί τους προοδευτικούς), μεταξύ αυτών και των συντηρητικών. Μια σύγκρουση που στάθηκε η απαρχή για τη δημιουργία χρόνια αργότερα των αντάρτικων κινημάτων από τη μία και από την άλλη των παραστρατιωτικών ομάδων που, σε αγαστή συνεργασία με την εξουσία, σημάδεψαν την ιστορία της χώρας για περισσότερα από 50 χρόνια.
Ο Αρμάντο Ρομέρο συμπυκνώνει με τις καθηλωτικές αφηγήσεις του πρωταγωνιστή του, Ελίψιο, τη ζωή των ανθρώπων που ζουν έγκλειστοι στον φόβο των διώξεων και του θανατικού: «Συνέβησαν πολλά, κι ορίστε ξανά η αδυναμία του να μιλήσει. Φεύγω είναι το μόνο ρήμα. Να μην ολοκληρωθεί η πρόταση. Συνέβη αυτό που το λένε τρόμο και θα ξανασυμβεί, κι αυτός το ξέρει. Οχι, η νύχτα δεν θα αναπαυτεί με κείνους στην πλάτη της, ερπετά στο σπίτι μιας μύγας: αυτός να κοιτάζει προς όλες τις μεριές, προς όλα τα μάτια. Θα έρθουν και θα χτυπήσουν τις πόρτες με τους υποκόπανους των όπλων τους. Από πού να ξεφύγει;».
Χριστίνα Πάντζου, Εφημερίδα των Συντακτών, 5.7.2023
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ
Γιάννης Αντωνιάδης για το culturenow.gr
Μια μέρα στους σταυρούς: Ένα μυθιστόρημα ανίχνευσης του κοινωνικού γίγνεσθαι στην ταραγμένη Κολομβία Η προσωπικότητα του ήρωα Ελίψιο μας αρκεί για να γνωρίσουμε διαφορετικές εκφάνσεις μιας σκληρής πραγματικότητας που θυμίζει το χθες και απαντά στο σήμερα.
(...) Ο κόσμος του Ρομέρο είναι η αντανάκλαση μιας πραγματικής πραγματικότητας και όχι φανταστικής ή φαντασιακής για να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην Κολομβία του Γκάμπο, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, καθώς και του Ρομέρο τα πράγματα έτσι είχαν και έτσι έχουν, αυτή είναι η πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Για έναν συγγραφέα, όπως ο πρωταγωνιστής Ελίψιο – το άλλο μισό του ίδιου του Ρομέρο ενδεχομένως – η ζωή είναι γεμάτη αναμνήσεις και αγκάθια και έτσι παρουσιάζεται δίχως φτιασιδώματα ή εξωραϊσμούς για να γίνει πιο ελκυστικό το ανάγνωσμα. Ο συγγραφέας Ελίψιο περνά δια πυρός και σιδήρου, θυμάται, γράφει, διαβάζει και μάχεται μέσω αναγνώσεων αλλά τελικά καταλήγει στην φυλακή, κανείς δεν το κατανοεί απόλυτα, από όπου πασχίζει να φύγει. Οι οδυνηρές συνθήκες κράτησης, η θλίψη της κολομβιανής καθημερινότητας σε αυτά τα μέρη, τις τρύπες όπως θα έλεγε κάποιος άλλος, περιγράφονται με λεπτομέρεια από έναν αφηγητή σε εμπύρετη κατάσταση. Γιατί ο Ρομέρο βρίσκεται σε αφηγηματικό πυρετό μιλώντας για μια χώρα σε αποδρομή που αναζητά ταυτότητα και μέλλον.
Πριν όμως συμβούν όλα τα παραπάνω δραματικά, ο Ελίψιο περιδιαβαίνει στην παιδική ηλικία και αφηγείται τη ζωή στις φτωχογειτονιές της πόλης του Κάλι, εκεί όπου ο παλμός της ανέχειας χτυπά δυνατά αλλά εκεί όπου η αθωότητα είναι επίσης παρούσα. Στα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά αλλά και στα μικρά βασανιστήρια που επιτρέπονται στην εξόντωση των μυρμηγκιών. Ο ήχος των όπλων δεν λείπει όμως και τα παιχνίδια στην ύπαιθρο και στον έξω χώρο καθίστανται επικίνδυνα, κάτι για εκτελέσεις και δολοφονίες ακούγονται και όλα είναι ρευστά, επικίνδυνα και άκρως αποτρεπτικά για παιδιά που απλά επιθυμούν να απολαύσουν το παιχνίδι τους ανέμελα και αμέριμνα. Η γραφή του Ρομέρο είναι τόσο διαχυτική που ο αναγνώστης πιάνεται από το λαιμό και οδηγείται κατευθείαν στα μέρη όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, ο παλμός είναι καταιγιστικός και η ροή του λόγου αποκαλυπτική των όσων εκτυλίσσονται ενώπιόν μας. (...)
Διαβάστε την παρουσίαση εδώ
γράφει ο Γιάννης Αντωνιάδης για το culturenow.gr (07/2023)
Κώστας Αθανασίου για την Εποχή Μια διαδρομή στην Κολομβία της βίας
Δεύτερο βιβλίο του κολομβιανού συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά, μετά το «Καχάμπρε» που είχε κυκλοφορήσει το 2011 (επίσης μτφ. Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Τόπος), ωστόσο είναι προγενέστερο: γράφτηκε το 1991 στην Ελλάδα (όπου είχε βρεθεί για έναν χρόνο ο συγγραφέας) και κυκλοφόρησε το 1993, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από το «Καχάμπρε».
Το βιβλίο αφηγείται τρεις μέρες της ζωής του πρωταγωνιστή του, του Ελίψιο, σε τρεις διαφορετικές χρονικές/ιστορικές περιόδους. Η πρώτη μέρα, από την παιδική ηλικία του Ελίψιο, είναι την εποχή που αναζωπυρώνεται στη χώρα η La Violencia, η Βία, όταν δολοφονείται ο φιλελεύθερος πολιτικός Χόρχε Γαϊτάν, το 1948. Σε αυτό το κλίμα, εκείνη τη μέρα η μητέρα του Ελίψιο επαναλαμβάνει διαρκώς, σαν δυσοίωνο μάντρα, ότι «σήμερα δεν θα βγει κανένας από το σπίτι», «σήμερα η πόρτα δεν θα ανοίξει». Έξω, ήχοι από σφαίρες και φωνές των γειτόνων που αναρωτιούνται ποιανού είναι το πτώμα στη μέση του δρόμου. Τη δεύτερη μέρα, μετά από χρόνια, ο νεαρός Ελίψιο, μέλος μιας πρωτοποριακής ομάδας, συλλαμβάνεται από την αστυνομία. Τη δε τρίτη μέρα, κάμποσο καιρό μετά, ο Ελίψιο δραπετεύει από τη φυλακή.
Με το γνώριμο ποιητικό ύφος του (ο Αρμάντο Ρομέρο είναι και ποιητής και μάλιστα διάβασε ποιήματά του στο 15ο Φεστιβάλ ΛΕΑ, που έγινε πρόσφατα στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις) και με διαρκείς αναφορές σε μορφές της λογοτεχνίας (Ζιντ, Καρπεντιέρ, Τσέχοφ, Προυστ, Χάμσουν, Μπόρχες κ.ά.), ο Ρομέρο ιχνηλατεί τα βαθιά σημάδια που έχει αφήσει πίσω της η βία στη χώρα του. Δημιουργώντας από τις πρώτες σελίδες ένα κλίμα διαρκούς υπόρρητης και διάχυτης απειλής, ο συγγραφέας μιλάει για τους μηχανισμούς βίας και καταστολής, για τον ρόλο της αστυνομίας και του στρατού, για τους διεφθαρμένους δικαστές, για τη συμμαχία στρατού, εκκλησίας, και ΜΜΕ και άλλα πολλά, σκιαγραφώντας έτσι το οδυνηρό παρελθόν και το δύσβατο παρόν μιας χώρας που ίσως χρειάζεται έναν (πραγματικό και μεταφορικό) σεισμό για να την ταρακουνήσει, όπως υπονοεί άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Τελικά, μια ιστορία των χαμένων ελπίδων γράφει ο Ρομέρο. Ή, σύμφωνα με τα λόγια του Άλβαρο Μούτις που έχει γράψει τον πρόλογο του βιβλίου, «είναι η μαρτυρία μιας αποτυχίας, αλλά και η κραυγή, επίσης, μιας ελπίδας που δεν σβήνει».
γράφει ο Κ. Αθανασίου, Η Εποχή (23.07.2023)
Φεστιβάλ ΛΕΑ, 19/06/2023: Ο Κολομβιανός συγγραφέας Αρμάντο Ρομέρο συνομιλεί με τη μεταφράστριά του Αγαθή Δημητρούκα και τον μεταφραστή Κώστα Αθανασίου για το βιβλίο ειδικότερα και για το έργο του γενικότερα. Με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Κολομβίας στη Ρώμη παράλληλης διαπίστευσης στην Ελλάδα, του Επίτιμου Προξενείου της Κολομβίας στην Αθήνα, της Σχολής Abanico, των Εκδόσεων Τόπος και του Polyglot Bookstore.