Ο γερο-συγγραφέας δεν μπορούσε να γράψει άλλο επειδή είχε φτάσει στο τέλος των λέξεων, στο τέλος όσων μπορούν να γίνουν με τις λέξεις. Και μετά;
Οι Δυτικές Xώρες, το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, διαθέτει ίσες δόσεις καυστικότητας και νοσταλγίας. Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ αυτοβιογραφικών περιστατικών και αλλόκοτης αιγυπτιακής θεολογίας, που αναμειγνύει πολεμικές ταινίες με πορνογραφία, αναφορές στον Κάφκα και στον Μέιλερ, έρχεται να επικυρώσει το γεγονός ότι o Μπάροουζ δίκαια θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς.
***
Για πρώτη φορά στα ελληνικά το τρίτο μέρος της θρυλικής τριλογίας «The Red Night Trilogy» που περιλαμβάνει τις Πόλεις της κόκκινης νύχτας και τον Τόπο των Νεκρών Δρόμων, που κυκλοφορούν επίσης από τις Εκδόσεις Τόπος.
Ο δρόμος προς τις Δυτικές Χώρες είναι ύπουλος και απρόβλεπτος. Ένα εύκολο πέρασμα σήμερα μπορεί να γίνει θανάσιμη παγίδα αύριο. Η προφανής οδός είναι σχεδόν πάντα η πιο πλανερή, και προσοχή στη Μέση Οδό, στους δρόμους της μετριοπάθειας, της κοινής λογικής και του προσεκτικού σχεδιασμού. Ωστόσο, ενίοτε χρειάζονται και σχεδιασμός και μετριοπάθεια και κοινή λογική...
Γράφει ο Χρήστος Νάτσης για το The Press Project
«Τι νομίζετε ότι κάνω δηλαδή; Καλώς να ορίσει το χάος» – Για τις «Δυτικές χώρες» του Ουίλιαμ Μπάροουζ
(…) Η κυκλοφορία -για πρώτη φορά στην Ελλάδα- των Δυτικών χωρών μας δίνει την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τη σημασία του μπαροουζικού έργου από τη σκοπιά του δικού μας δυστοπικού παρόντος και να δούμε, 35 χρόνια μετά, την επικαιρότητα του «μηνύματός» του. Πόσο μάλλον που εμφανίζεται σε μια εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Μπέτσου (ο οποίος έχει δώσει ήδη πάμπολλα δείγματα γραφής μεταφράζοντας για τον Τόπο τόσο την αποκατεστημένη εκδοχή του Γυμνού γεύματος, όσο και τα Τζάνκι, Queer, Άγρια αγόρια, Διαζώνη, Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους, καθώς και τα υπόλοιπα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας της «Κόκκινης νύχτας»). Ο Μπέτσος ελίσσεται με ακρίβεια ανάμεσα στα διαφορετικά ειδολογικά επίπεδα του μπαροουζικού ύφος, που εκτείνονται από τη λόγια γλώσσα του Πανεπιστημίου ως τη σλανγκ του πεζοδρομίου.
(…) Οι Δυτικές χώρες των Αιγυπτίων, ο τόπος της αθανασίας αλλά μόνο για τις ανώτερες τάξεις που εχουν μουμιοποιηθεί γίνονται το φρούριο που καλούμαστε (χρησιμοποιώ το εμείς ταυτιζόμενος με τους «καλούς» της ιστορίας) να εκπορθήσουμε. Η διαδικασία αυτής της εκπόρθησης φανερώνουν το μπαροουζικό όραμα για την υπέρβαση του είδους προς μια διαστημική αθανασία δίχως το υλικό κατάλοιπο του σώματος. Η ιδέα του υβριδίου διατρέχει το βιβλίο, δείχνοντας για ακόμα μια φορά τη διορατικότητα του Αμερικανού: παίρνοντας απόσταση από τη διάκριση ανθρώπου και φύσης, ανθρώπου και τεχνουργήματος ο Μπάροουζ προτάσσει ένα όραμα απελευθέρωσης που περνάει μέσα από την εκ βάθρων αλλαγή όχι της κοινωνίας αλλά του ίδιου του υλικού και ταυτόχρονα βιολογικού υποβάθρου της.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία, η πρώτη προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η υπέρβαση της έμφυλης διαφοράς: «Το σεξ είναι το θεμέλιο του φόβου, είναι ο τρόπος με τον οποίο αιχμαλωτιστήκαμε εξαρχής και περιήλθαμε σε τούτη τη σχεδόν καταδικασμένη ανθρώπινη φύση. Το Κα μπορεί να απελευθερωθεί με τη σεξουαλική πράξη όταν απουσιάζει ο φόβος» (284).
Ακολούθως είναι η ίδια η φυσική τάξη που τίθεται εν αμφιβόλω. Σχολιάζοντας εδώ τις τάσεις της τεχνοεπιστήμης να ελέγχει τα πάντα, ο Μπάροουζ θα φανταστεί τους φυσιοπαραβάτες, μια κατηγορία εγκληματιών που παραβαίνουν όχι ανθρώπινους, αλλά φυσικούς νόμους, σε επίδειξη γκροτέσκας δεξιοτεχνίας που πέρα από τον στοχασμό προσφέρει απλόχερα και το γέλιο.
Το χιούμορ είναι μια σταθερά του έργου του Μπάροουζ, που με βάσει τις μικρές βινιέτες, εκτρέπει την φαντασία παροξυσμικά. Ανάμεσα στα χάιλαιτ του βιβλίου βρίσκεται ασφαλώς και η κακεντρεχής παρομοίωση της κριτικής βιβλίου με τη μαύρη μαγεία, σε μερικές από τις πλέον απολαυστικές σελίδες του βιβλίου.
Από εκεί και πέρα η πλοκή εξακτινώνεται σαν ιός που προσβάλει όλη την ιστορία. Από την κριτική ματιά του Μπάροουζ δεν γλιτώνει κανείς: από την ενσωμάτωση των ναζί επιστημόνων στην μεταπολεμική Δύση, έως τη ριζική κριτική στον χριστιανισμό και το Ισλάμ, το βιβλίο μοιάζει να έχει γραφεί χθες, απηχώντας όλες τις εντάσεις και αντινομίες απέναντι αφενός στην ελευθερία και αφετέρου των συστημάτων που την περιχαρακώνουν. Ασεβής, βωμολοχικός, σκατολογικός ο λόγος του Μπάροουζ δυσπιστεί απέναντι σε κάθε κλειστό σύστημα. Ταυτόχρονα, παραμένει σε επιφυλακή για κάθε ξεστράτημα των απελευθερωτικών προθέσεων σε εκ νέου υποδούλωση. Πλάι στα υβρίδια της απελευθέρωσης βρίσκονται τα παράσιτα που τα δηλητηριάζουν. Γιγάντιες σκολόπεντρες εμφανίζονται τακτικά ως το μπαροουζικό αντίστοιχο της καφκικού ζωυφίου που επιβουλεύεται την ανθρώπινη συνθήκη όταν πάει να υπερβεί τα δεσμά της.
Εν τέλει ωστόσο, ακόμα και όταν η παρωδία φτάνει στα άκρα και τα γελοιοποιεί όλα, ο Μπάροουζ θα εμμείνει σε ένα κλασικιστικό ιδανικό αλλαγής και διαμόρφωσης μέσω της πράξης της γραφής. Ο Ουίλιαμ αρχίζει να γράφει μετά τη δολοφονία της Τζόαν, και λίγο πριν το τέλος επιμένει στη σωτήρια χειρονομία που αποτελεί η γραφή:
Σε μία φωτογραφία είδα ένα προσγειωμένο αερόστατο το οποίο ξαφνικά και χωρίς να το περιμένει κανείς άρχισε να παίρνει ύψος ενώ ορισμένοι άνθρωποι κρατούσαν τα σχοινιά που κρέμονταν από το καλάθι – οι άνθρωποι αυτοί τινάχτηκαν στον αέρα και οι περισσότεροι δεν είχαν την ορμέμφυτη βιολογική νοημοσύνη να αφήσουν εγκαίρως το σκοινί. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα είχαν φτάσει εξήντα – εκατό μέτρα από το έδαφος. Όσοι δεν άφησαν το σκοινί, έπεσαν από τα εκατόν πενήντα ή τα τριακόσια μέτρα. Ένα θεμελιώδες μάθημα αυτοσυντήρησης είναι το εξής: Μάθε να ξεγαντζώνεσαι.
»Να το θέσω κι αλλιώς. Ποτέ μην κρέμεσαι από τον Φρουρό σου όταν σου λέει ξεγαντζώσου.
Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ: Ο διανοητής που προλόγισε τον 21ο αιώνα, γράφει ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης 110 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννηση του Αμερικανού συγγραφέα που άσκησε ανελέητη και οξυδερκέστατη κριτική στα δεινά του 20ού αιώνα.
(...) Μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι ο Μπάροουζ προλόγισε τον 21ο αιώνα ασκώντας ήδη ανελέητη και οξυδερκέστατη κριτική στα δεινά του 20ού. Υπήρξε πειραματικό εργαστήριο, ψυχεδελική ονειρομηχανή, κάτοχος αρχέγονων ηχογραφήσεων από υπεργαλαξιακά δρώμενα, επινοητής των μεθόδων cut-up και fold-in, μάστορας της εικαστικής shotgun art, συνομιλητής του Φράνσις Μπέικον, σαμάνος του πανκ.
Ιδού πώς μιλάει για τον ίδιο στο –κατ’ εμέ– κορυφαίο μυθιστόρημά του: «Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Χολ, ο άνθρωπος με τα πολλά πρόσωπα και τα πολλά ψευδώνυμα, ο άνθρωπος των πολλών χρόνων και των πολλών τόπων… πόσο ανιαρό είναι να σταματάς, να κάνεις διάλειμμα, να σκουριάζεις θαμπερός, να μη γυαλοκοπάς από τη χρήση… ταξιδιώτης του παιδεμού και του κινδύνου, του εξευτελισμού και της θλίψης. Ο Ταξιδευτής, ο Γραφέας, ο Επικηρυγμένος, ο πιο καταδιωγμένος από όλους τους ανθρώπους, επειδή η γνώση την οποία εγκυμονεί η ύπαρξή του προμηνύει τον όλεθρο των εχθρών μας» («Ο τόπος των νεκρών δρόμων», μτφρ. Γιώργος Μπέτσος, εκδ. Τόπος).
Οχυρωμένος στο στούντιο της πραγματικότητας, όπως έλεγε, συνδέεται με καταπληκτικούς ανθρώπους: με τους πρωτοσύγκελους της beat generation Αλεν Γκίνσμπεργκ, Τζακ Κέρουακ και Γκρέγκορι Κόρσο· με τον υπέροχο «δικό μας» Αλαν Ανσεν που έζησε δεκαετίες στην Αθήνα και μας τίμησε με τη φιλία του και με ιστορίες για τον Μπάροουζ· με την Πάτι Σμιθ που αποφάνθηκε: «Είναι ο παππούς όλων μας»· με τον Γκας βαν Σαντ που συνεργάστηκαν για το άλμπουμ «The Elvis of letters» (1985)· με τον Κερτ Κομπέιν που ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν μαζί το «The “Priest” they called him» (1993)· και βέβαια με την αδιανόητη προσωπικότητα που άκουγε στο όνομα Αλεξάντερ Τρόκι (Alexander Trocchi, 1925-1984) και έδρασε καταλυτικά ως σύνδεσμος ανάμεσα στην beat generation και τους λετριστές και καταστασιακούς, καθώς τον πλούτιζε η ανεκτίμητη εμπειρία να έχει διατελέσει ο μοναδικός άνθρωπος που συμμετείχε επισήμως και στα τρία συγκλονιστικά κινήματα!
Αξίζει να σημειώσω ότι ο Μπάροουζ, παρά την ειδεχθή του φήμη, υπήρξε ιδιαίτερα μειλίχιος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Στις 2 Αυγούστου του 1937 παντρεύτηκε στην Αθήνα (!) τη Γερμανοεβραία Ιλζε Κλάπερ, σώζοντάς της τη ζωή ή έστω τον τυραννικό εγκλεισμό σε κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Δεκάδες πλέον είναι οι βιογραφίες, οι μελέτες, τα ντοκιμαντέρ και τα ηχογραφημένα ντοκουμέντα σχετικά με τον συγγραφέα του «Τζάνκι», του «Νόβα Εξπρές», των «Πόλεων της κόκκινης νύχτας». Ο πολύς Μπάρι Μάιλς δεν αρκέστηκε να γράψει μια βιογραφία («El hombre invisible», μτφρ. Γιώργος Γούτας, εκδ. Απόπειρα, 2008) αλλά συνέθεσε και μια δεύτερη βιογραφία του Μπάροουζ («Call me Burroughs – A life», εκδ. Twelve/ Hachette Book Group, 2014). Με τίτλο «Στους λαβυρίνθους του μυαλού» οι Χρίστος Αγγελακόπουλος και Ιωάννης Τσίρκας έχουν επιλέξει και μεταφράσει συνεντεύξεις του Μπάροουζ ανάμεσα στα 1961 και 1996, τις οποίες εξέδωσε κομψά η Bibliothèque του Βάσου Γεώργα.
Οι ακροτελεύτιες λέξεις του μυθιστορήματος «Δυτικές xώρες» (μτφρ. Γιώργος Μπέτσος, εκδ. Τόπος) είναι το μεδούλι του μπαροουζικού έργου: «Ο γερο-συγγραφέας δεν μπορούσε να γράψει άλλο επειδή είχε φτάσει στο τέλος των λέξεων, στο τέλος όσων μπορούν να γίνουν με τις λέξεις […] Το Παρέιντ έκλεισε στην Ταγγέρη. Στο Βουνό αρχίζουν και μαζεύονται σκιές. “Βιάσου, σε παρακαλώ. Εφτασε η ώρα”».
Διαβάστε εδώ το άρθρο του Γ. Ι. Μπαμπασάκη Documento/ Docville 04/02/2024
Ανάρτηση του συγγραφέα Ηλία Μπιστολά, facebook
Στην αιγυπτιακή μυθολογία Δυτικές Χώρες ονομάζονται οι τόποι στους οποίους κατοικούν όσοι κέρδισαν από τους θεούς την αθανασία. Αυτή την επικράτεια αναζητούν και οι ήρωες του Μπάροουζ στο τελευταίο βιβλίο που έγραψε και το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος.
Αντίθετα όμως με το αιγυπτιακό ανάλογό τους, οι Δυτικές Χώρες του Μπάροουζ δεν τοποθετούνται σε κάποια άλλη μεταθανάτια διάσταση, αλλά βρίσκονται πλήρως ενθυλακωμένες στη δική μας. Για την ακρίβεια αποτελούν το σύνορο του παρ-όντος, πέρα από το οποίο εκτείνονται τα πεδία των σημασιών που αφορούν μια διαλεκτική εικασία. Σαν να λέμε δηλαδή πως η Κόλαση τρίβεται στην άκρη της ύπαρξης μας. Τα ταξίδια των ηρώων του βιβλίου μέχρι τις Δυτικές Χώρες δεν είναι «φανταστικά», καθώς ο Μπάροουζ δεν κατασκευάζει έναν κόσμο για αυτούς, όσο τεντώνει τον κόσμο στον οποίο ήδη ζούμε μέχρι να προκαλέσει μια γκροτέσκα προβολή του, γεμάτη δηλητήρια, σκολόπενδρες, συνωμοσίες και «παρεκκλίσεις».
Ποιοι είναι όμως οι επίδοξοι συμμετέχοντες αυτής της εφιαλτικής αποστολής μέχρι τις Δυτικές Χώρες; Ο Τζο ο Νεκρός, ο Νεφέρτι, ο Χασάν Ι Σαμπάχ, όλοι τους χαρακτηριστικές μπαροουζικές φιγούρες. O Χρήστος Νάτσης μου επεσήμανε πως σε κάποια συνέντευξή του, ο Μπάροουζ αποκαλεί τους ήρωές του «μυθολογικούς». Και όντως έτσι είναι∙ οι χαρακτήρες του εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται στα διάφορα έργα του, πάντα ίδιοι, πάντα αμετάβλητοι και σταθεροί, συμβολικά εξαρθρωμένοι από τη σημαίνουσα τάξη και συμπυκνωμένοι σε μια πάγια αμοραλιστική επαναληψιμότητα, οι πρωταγωνιστές των Δυτικών Χωρών ταξιδεύουν προς τον τόπο των νεκρών ως λαίλαπες. Δεν μαθαίνουν κάτι από τη διαδρομή τους. Αντιθέτως παίρνουν μέρος στην περιπέτεια ουρλιάζοντας πως τίποτε δεν είναι αληθινό, και πως όλα επιτρέπονται.
Ως το τελευταίο μέρος της τριλογίας (Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτα και Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων προηγήθηκαν από τις εκδόσεις Τόπος ξανά) οι Δυτικές Χώρες έχουν μια αίσθηση επιλόγου. Όμως δεν υπάρχει τίποτε το εξιλεωτικό εδώ, ούτε κάποια ύστατη επίγνωση. Είναι σαν ο Μπάροουζ να σταματά στο κατώφλι του θανάτου, να στρέφει προς τα πίσω το κεφάλι του, να βλέπει όλη του την πορεία, να καταφάσκει μπρος σε όλους τους τρόμους, και να συνεχίζει στο άγνωστο.
Η πραγματικα Ε Ξ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Η μετάφραση είναι του Γιώργου Μπέτσου.
Παρακολουθήστε εδώ την εκδήλωση-συζήτηση φόρο τιμής στη γραφή του Μπάροουζ που διοργανώθηκε με αφορμή την έκδοση, πρώτη φορά στα ελληνικά, του βιβλίου του «Δυτικές Χώρες», με το οποίο κλείνει η «Τριλογία της Κόκκινης Νύχτας» αλλά και όλο το έργο του εμβληματικού Αμερικανού συγγραφέα. Ομιλητές: ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, ο μεταφραστής των βιβλίων του Μπάροουζ Γιώργος Μπέτσος και ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρήστος Νάτσης. Συντόνισε ο συγγραφέας και εκδότης Άρης Μαραγκόπουλος. Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024 στο βιβλιοπωλείο Κομπραί στην Αθήνα.
Διαβάστε εδώ στη Bookpress το κείμενο που αναγνώστηκε στην εκδήλωση από τον Χρήστο Νάτση & εδώ το κείμενο του Γιώργου Μπέτσου.