Ι. Η πλοκή
Mια στιγμή ανυπακοής ήταν αρκετή. Για ν' αλλάξουν τα δεδομένα της ζωής τους. Για να γελάσουν ξανά.
Δεκέμβριος 1999: Η κυρία Σαλταπήδα, γνωστή τηλεοπτική σταρ, αναγκάζεται από άγνωστους επιστολογράφους, να δωρίσει ως «αντίποινα» για το δημοφιλές πρόγραμμά της, μεγάλη ποσότητα από αναγκαία βιβλία σε δημοτικές βιβλιοθήκες· παρομοίως, ένας ασυνείδητος πανεπιστημιακός γιατρός που εισπράττει κανονικά τα «φακελάκια» του, απειλείται ότι, αν δεν επιστρέψει τα χρήματα στους ασθενείς του, όλο το αμφιθέατρο της Ιατρικής θ’ ακούσει μαγνητοφωνημένο ντοκουμέντο από τις παράνομες συναλλαγές του· στο μεταξύ, ένας χρηματισμένος εφοριακός βλέπει ανήμερα Χριστουγέννων ν’ αρπάζει φωτιά το σαλόνι της καινούργιας μεζονέτας του, ενώ ένας διεφθαρμένος βουλευτής του «Λοιπού Αττικής», κάτω από την πίεση σοβαρών απειλών, υποχρεώνεται να χρηματοδοτήσει ό,τι μισεί περισσότερο: οργανώσεις που προστατεύουν άγρια ζώα.
Όλα αυτά συμβαίνουν στο Δεδομένα της Ζωής μας επειδή κάποιοι συνταξιούχοι σε όλη την Ελλάδα, παίρνουν την περίπου τρελή απόφαση να εκφοβίζουν διεφθαρμένους πολιτικούς, πολεοδόμους, εφοριακούς, γιατρούς, σταρ των μίντια κ.ά., στέλνοντάς τους απειλητικές επιστολές με τις οποίες απαιτούν τα «δεδουλευμένα», όπως τα αποκαλούν, πολιτών που έχουν υποφέρει απ' αυτούς. Ένας από αυτούς τους συνταξιούχους γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, υποχρεώνοντας τον σύγχρονο αναγνώστη να κάνει αυτομάτως τον παραλληλισμό με το σήμερα:
Δεν ξέρω, αλλά αυτοί οι σημερινοί νεόπλουτοι είναι πολύ προκλητικοί: τσαλαβουτάνε με την ίδια άνεση στην απατεωνιά και τη δημοκρατία. Oι δεξιοί εκείνα τα χρόνια ήταν καθαροί. Στυγνοί εγκληματίες σ’ εμάς, και ραγιάδες στους ξένους, πλην ξεκάθαροι· δεν τους μπέρδευες με κάτι άλλο. Eτούτοι εδώ δουλεύουν με τη νομιμότητα, είναι σαν την αμερικάνικη μάφια που ξεπλένει τα κέρδη της σε καθόλα νόμιμες επιχειρήσεις. Γι’ αυτό θαρρώ πως βρίζουμε σ' αυτά τα γράμματα, δεν αντέχεται αυτή η σχιζοφρένεια της νομιμότητας που σκοτώνει τη ψυχή…
Και κάποιος άλλος θα προσθέσει εντελώς προφητικά για το τερατώδες σήμερα (ήδη από το 2000 που είναι η πρώτη γραφή του βιβλίου):
Mπαίνουμε σε καινούργια εποχή βαρβαρότητας· αλλά κανείς δεν τολμάει να την ονομάσει έτσι. Σχεδόν κανείς. H εποχή τρέχει πολύ, δεν προλαβαίνει να κοιταχτεί στον καθρέφτη· αν το κάνει θα ουρλιάξει με τρόμο: δεν είμαι εγώ αυτό το τέρας! Nα μεταλλάζεις σε τέρας και να μην το καταλαβαίνεις, αυτή είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, χειρότερη κι από την πανώλη στον Μεσαίωνα…
ΙΙ. Το κοινωνικό / πολιτικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται το βιβλίο
Η επιστολική νουβέλα-μανιφέστο που επαναφέρει, στη σύγχρονη πραγματικότητα της ματαιωμένης αντίστασης, την ανάγκη απελευθέρωσης της πολιτικής επιθυμίας.
Σ' όλο τον κόσμο, εδώ και μερικές δεκαετίες, όλο και μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες κερδίζουν τη ζωή τους, μέσα από μεθόδους που στο παρελθόν θα θεωρούσαμε εγκληματικές, ανήθικες, απάνθρωπες, κ.λπ. Ποτέ πριν τόσο μεγάλες ομάδες πληθυσμού δεν ήταν έτοιμες να πουλήσουν τα πάντα: το περιβάλλον, τη χώρα, την πολιτιστική κληρονομιά, την ηθική, την αισθητική, τις αξίες, την κόρη τους, τη γνώση, και πριν απ’ όλα, τις ελπίδες για έναν ανθρωπινότερο κόσμο. Ποτέ πριν η ανοχή μεγάλων ομάδων του πληθυσμού στην πολιτική διαφθορά δεν συντήρησε στην εξουσία –και τόσο εύκολα– την πολιτική διαφθορά. Ποτέ πριν το φθαρμένο «αμερικάνικο όνειρο» δεν κατέκτησε σε τέτοια έκταση τη μορφή οικουμενικής, καθολικής ανθρώπινης αξίας. Ποτέ πριν το κέρδος δεν υπήρξε πειστικότερος σύμμαχος στην ανοχή και συναίνεση του πολίτη. Ποτέ πριν η συνείδηση του πολίτη δεν βίωσε τόση μοναξιά στον άγριο συναγωνισμό του κέρδους.
Αυτή τη συνθήκη στην Ελλάδα τη βιώσαμε μέσα από μια κυρίαρχη ιδεολογία ψευδαισθήσεων που καλλιεργούσαν οι πολιτικοί της, οι συγγραφείς της, οι διανοούμενοί της, οι πάντες (δάνεια, επιδοτήσεις, χρηματιστήρια, εγχώρια άρλεκιν, trash τηλεόραση, ψιλικατζίδικος Τύπος, soft porn/life-style περιοδικά κλπ.) ενώ την όποια πολιτική διεκδίκηση φιλτράριζε ασφυκτικά ο αγοραίος (και αγορασμένος) συνδικαλισμός. Αυτή ακριβώς τη συνθήκη αποτυπώνει ανάγλυφα η πλοκή του βιβλίου Τα Δεδομένα της Ζωής μας.
ΙΙΙ. Το ιστορικό της πρώτης γραφής
Μια κοινωνία σε κρίση αξιών πολύ πριν την οικονομική κρίση
Tα Δεδομένα της Ζωής μας (μια νουβέλα επιστολική ως προς τη μορφή, πολιτική ως προς το σαφέστατο περιεχόμενο, σάτιρα ως προς το ύφος) γράφτηκε δυο χρόνια πριν την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη, αποτυπώνοντας στην πλοκή της τις πολλαπλές ψευδαισθήσεις με τις οποίες τότε ζούσε η πλειονότητα της χώρας. Η νουβέλα εκδόθηκε δυο χρόνια μετά (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002). Αφορμή της στάθηκε ένα πολιτικό άρθρο με τον ίδιο τίτλο που ο Ά.Μ. είχε δημοσιεύσει στην εφημ. Κυριακάτικη Αυγή τον Φεβρουάριο του 2000. Το άρθρο στη συνέχεια ενσωματώθηκε, με τις αναγκαίες επεμβάσεις για τη μυθοπλασία, στο κείμενο της νουβέλας.
Μάλιστα, έκτοτε, λόγω και της κασσάνδρειας διαχρονικότητάς του, αυτό το άρθρο υπό διαφορετικές συνθήκες αναδημοσιεύτηκε σε συνεντεύξεις, άλλα άρθρα κλπ. (βλ. π.χ. εδώ και εδώ) καθώς και στον πρόσφατο δοκιμιακό τόμο του Ά.Μ. Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014).
Λίγοι κριτικοί κατάφεραν εκείνη την εποχή να αναγνωρίσουν το δυσοίωνο μέλλον για το οποίο προετοίμαζε αυτή η πολιτική μυθοπλασία, το μέλλον που είναι έκδηλο σε ό,τι βιώνουμε σήμερα. Όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά Τα Δεδομένα της Ζωής μας, επειδή το βιβλίο επιμένει αποκλειστικά (και άρα: ενσυνειδήτως) στην αποτύπωση της ψυχολογίας της μίας πλευράς, εκείνης του Μάνου και του Κλεάνθη, και όχι στην ψυχολογία της πλευράς της εξουσίας ή, με άλλα λόγια, στα θύματα της διαφθοράς και όχι στους θύτες, κάποιοι συντηρητικοί κριτικοί θεώρησαν ότι αυτή η «μονόχορδη» στάση υποβίβαζε τις λογοτεχνικές αξιώσεις του κειμένου. Οι νέοι, δεινοί καιροί αποφάσισαν ήδη για την ιστορική αξία αυτής της νουβέλας. Οι νέοι καιροί θα αποφασίσουν επίσης αν αυτή η πολιτική νουβέλα, που διαβάζεται σήμερα ως ιστορικό προοίμιο στην ανάγνωση της βαρβαρότητας που βιώνει η Ελλάδα της Κρίσης, έχει νόημα και ως αξιανάγνωστο λογοτεχνικό κείμενο…
Ο πικρός ρεαλισμός και η δηκτική σάτιρα των Δεδομένων της Ζωής μας προφητικά απεικονίζουν μια κοινωνία σε κρίση αξιών πολύ πριν την οικονομική κρίση. Κι αν οι ιδιόμορφοι πρωταγωνιστές (και δεινοί επιστολογράφοι) των Δεδομένων της Ζωής μας με την εκκεντρική ψυχολογία τους ενόχλησαν κάποιους συντηρητικούς αναγνώστες στις αρχές του 21ου αιώνα, σήμερα ενδεχομένως να γεννούν, ακόμα και σ’ αυτούς, τη συμπάθεια.
Αυτή τη δεύτερη, οριστική έκδοση συμπληρώνει Επίμετρο του συγγραφέα
υπό τον τίτλο: «15 χρόνια μετά».
ΙV. Δύο κριτικές αναγνώσεις στην Α' έκδοση
Εξαιρετική σε σύλληψη και σε παρουσίαση η ιστορία που αφηγείται ο Μαραγκόπουλος, παραμένει φρέσκια, και σίγουρα στη χώρα μας, διαχρονική. Η γλώσσα του σε πολλές των περιπτώσεων δεν χαρίζεται και τα λέει έξω από τα δόντια, χρησιμοποιώντας ειρωνικό, μα κυρίως καυστικό ύφος. Οι ρόλοι που αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ο συγγραφέας μέσω των επιστολών είναι πολλοί και σύνθετοι. Παρ’ όλα αυτά αντεπεξέρχεται με μεγάλη μαεστρία στο δύσκολο αυτό έργο ακολουθώντας κάθε φορά το ανάλογο ύφος.
Περ. Ιndex, No 9, 2002
Ο Άρης Μαραγκόπουλος επιλέγει να μελαγχολήσει (και να μας μελαγχολήσει) διαλέγοντας ένα πρωτότυπο εύρημα με σκοπό να μιλήσει για τη μοναξιά και την έλλειψη συλλογικότητας· για τη μοναξιά της παρέας, της ομάδας, των κοινών ιδανικών. Επικεντρώνεται στο υποκατάστατο, στην ψευδαίσθηση που είναι η σιωπηλή, η ανώνυμη παρέμβαση… Η γενιά του Μάνου και του Κλεάνθη, των βασικών επιστολογράφων, δεν προτίθεται να σταυρώσει τα χέρια. Μόνο που μοιάζει να μην ξέρει πώς να τα κινήσει και προς τα πού. Ο Άρης Μαραγκόπουλος μοιάζει να μιλάει για ανθρώπους που δρουν και συμμετέχουν και στην πραγματικότητα αποκαλύπτει ακριβώς την έλλειψη συμμετοχής και παρέμβασης. Κι αν η ανάγνωση ενός βιβλίου αξίζει τον κόπο όταν μας κάνει να σκεφτόμαστε, η επιστολογραφική νουβέλα του Άρη Μαραγκόπουλου το κατορθώνει.
Εφημ. Καθημερινή, 11.05.2002
-------------------------------------------
Τα Δεδομένα της Ζωής μας του Άρη Μαραγκόπουλου κρατούν το προνόμιο να έχουν λειτουργήσει πρωθύστερα –όταν πρωτοκυκλοφόρησαν το 2002, αλλά και εκ των υστέρων, τώρα που τα σκάγια της οικονομικής κρίσης έχουν χτυπήσει κάμποσα μαλακά μόρια.
[…]
Ο Μαραγκόπουλος τοποθετεί την δράση αυτής της ιδιότυπης ομάδας στο 1999, τότε που όλα έβαιναν καλώς (;) και ουδείς γνώριζε την έννοια της «οικονομικής κρίσης» και όλων των υπόλοιπων όρων που εισήλθαν με τρομώδη τρόπο στη ζωή μας από το 2010 και εντεύθεν. Ιδού τι κάνουν, λοιπόν, οι αυτόκλητοι τιμωροί του συστήματος: στέλνουν απειλητικές επιστολές σε μεγαλοδικηγόρους, βουλευτές, περσόνες της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, μεγαλογιατρούς, εφοριακούς και υψηλόβαθμα στελέχη κρατικών υπηρεσιών και τους ζητούν (μάλλον, απαιτούν) να επιστρέψουν μέρος των «δεδουλευμένων» τους άμεσα ή έμμεσα. Αν δεν το κάνουν, τότε τους περιμένει τιμωρία – διαφορετική για τον καθένα. Τούτη η παράδοξη δράκα «επαναστατών» δεν εμφορείται από ιδεολογικά «νεφελώματα» ακροαριστερής υφής, δεν ζητάει να καρπωθεί κάτι, ούτε θεωρεί εαυτόν τιμητή των πάντων – γνωρίζει εξαρχής πως δεν μπορεί και δεν δύναται να αλλάξει τον κόσμο. Οι ηλικιωμένοι που συναποτελούν την ομάδα επιθυμούν να αποκτήσουν ξανά τη χαμένη τους αυταξία, να αρθρώσουν ένα λόγο που θα ορθωθεί πάνω από το χυλό της ευμάρειας και του γενικού μουδιάσματος.
[…]
Αν το 2002, η συγκεκριμένη νουβέλα ενόχλησε ενίους γιατί τους έβγαζε τα άπλυτα στη φόρα, τώρα, είναι μια πικρή υπενθύμιση ότι τα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα δεν δημιουργούνται εν κενώ, δεν πέφτουν επί των κεφαλών από λάθος, αλλά είναι αποτελέσματα μιας συνολικής κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Όταν γίνεσαι σιγά σιγά «ρινόκερος» δεν μπορείς να κατηγορείς κανέναν άλλον από τον ίδιο σου τον εαυτό. Το σύστημα πρότεινε εύκολες λύσεις και το πόπολο τις δέχθηκε ασμένως, δεν έκατσε να τις ψάξει, δεν φοβήθηκε ότι στον πάτο του ποτηριού κρύβεται δηλητήριο, δεν αναζήτησε εναλλακτικές, αφέθηκε στο ρεύμα του ευζωίας και της καταναλωτικής μακαριότητας.
Έχει νόημα να πει κανείς «τι θα συνέβαινε αν…»; Όχι, δεν έχει. Ό,τι έγινε δεν μπορεί να αλλάξει. Ό,τι έγινε, όμως, έχει πρωταγωνιστές: συγκεκριμένους, αλλά και αφανείς. Με ηχηρό ονοματεπώνυμο, αλλά και άλλους άγνωστους μεταξύ αγνώστων που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και απέκτησαν… λίπος από το σώμα της χώρας. Το πώς μεταλλάχθηκαν τα δεδομένα της ζωής μας και από αποθέωση της χαράς, του έρωτα και της δημιουργίας μετατράπηκαν σε υλικά αγαθά, επικυριαρχία και φιλοτομαρισμό, είναι κάτι που ένα βιβλίο μπορεί να το θίξει, αλλά από μόνο του δεν φτάνει. Η πιο πειστική απάντηση μπορεί να δοθεί από την ίδια την κοινωνία που έθρεψε τα εκτρώματά της.
(Διονύσης Μαρίνος, 18.11.2015, διαδικτυακό περ. Fractal, τίτλος άρθρου: «Τρομοκρατική οργάνωση συνταξιούχων».)
Περισσότερα για τη νουβέλα (κριτικές, συνεντεύξεις κλπ.) βρίσκετε εδώ.
Διατυπώστε τη γνώμη σας για το βιβλίο εδώ
|