«Οι έννοιες», έγραψε ο νοµπελίστας φυσικός George Thomson, είναι «ιδέες που ονοµατίζονται· καθορίζουν τα ερωτήµατα που θέτουµε και τις απαντήσεις που παίρνουµε». Οι µελετητές δηµιουργούν λέξεις (εννοιολογούν) για να µας πουν τι «βλέπουν» στην πραγµατικότητα, να στρέψουν την προσοχή µας σε ό,τι θεωρούν ενδιαφέρον και κρίσιµο. Είτε όµως το συνειδητοποιούν είτε όχι, αυτό απηχεί τις αξίες τους, τις κανονιστικές και ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Τις αξίες αυτές πρέπει να τις γνωρίζουµε και να τις αποτιµούµε, όµως αυτό για το οποίο τους κρίνουµε είναι τα ερευνητικά αποτελέσµατα του έργου τους: το αν και κατά πόσο ο τρόπος µε τον οποίο θέτουν και πραγµατεύονται τα ερωτήµατα προωθεί και διευρύνει τους γνωστικούς µας ορίζοντες ή –αντίθετα– τους συρρικνώνει.
Με βασικό όπλο αρχές της κλασικής µεθοδολογίας, το βιβλίο αυτό επιχειρεί να αντιµετωπίσει την παρατεταµένη γνωστική δυστοκία που παρατηρείται σε τρεις κοµβικές περιοχές της σύγχρονης πολιτικής επιστήµης: στην τρέχουσα βιοµηχανία των «λαϊκιστικών σπουδών», στους τρόπους µε τους οποίους προσεγγίζονται τα προβλήµατα της δηµοκρατικής λειτουργίας, και στις ερµηνείες που προκρίνονται για να εξηγηθεί η αποτυχία των νέων αριστερών κοµµάτων να αντισταθούν στην κατίσχυση του δόγµατος ΤΙΝΑ. Υποστηρίζεται πως ενώ οι κυρίαρχες προσεγγίσεις λειτουργούν ως πρώτης τάξεως ιµάντες µεταβίβασης και διάχυσης των δυο βασικών αξιακών κινήτρων που τις συνέχουν (είτε της νεοσυντηρητικής υπεράσπισης της µεταδηµοκρατίας είτε της προβολής του νέου ρεφορµισµού ως της µόνης δυνατής απάντησης στην ολοένα εντεινόµενη συστηµική κρίση), εκβάλλουν εντούτοις σε µια κοινωνική επιστήµη µε αποκαρδιωτικά ερευνητικά αποτελέσµατα.
Το πρώτο µέρος του βιβλίου αναδεικνύει και καυτηριάζει τα πολλαπλά ερευνητικά αδιέξοδα των κυρίαρχων εννοιολογήσεων του «λαϊκισµού», και εισηγείται την άποψη πως ο όρος είναι χρήσιµο να ονοµατίζει τη σηµασία «ψευδείς επικλήσεις του λαϊκού». Το δεύτερο µέρος αξιοποιεί την εµπειρία ΣΥΡΙΖΑ, προκειµένου να αναδείξει τη σηµασία των περιεχοµένων πολιτικής στον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε την κρίση των κοµµάτων. Στο πλαίσιο αυτό κατατίθενται επίσης επιχειρησιακά προσανατολισµένες προτάσεις για την αντιµετώπιση του προβλήµατος της γραφειοκρατικοποίησης, καθώς και προβληµατισµοί αναφορικά µε την πρόκληση της δηµοκρατικής επέκτασης και εµβάθυνσης.
Προδημοσίευση στην εφημ. Το Ποντίκι Λαϊκισμός, Δημοκρατία και Αριστερά – Τι μάθαμε δέκα χρόνια μετά τα κινήματα της κρίσης;
Δέκα χρόνια συμπληρώνονται το καλοκαίρι του 2021 από τις πλατείες των «Αγανακτισμένων» σε Ελλάδα και Ισπανία. Μια δεκαετία πυκνή, τη συμπλήρωση της οποίας επισφραγίζει το πιο απρόσμενο γεγονός των καιρών μας – πιο αναπάντεχο από μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση ή ακόμη και έναν πόλεμο: Η πανδημία του covid19.
Παρά τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις των γρήγορων εξελίξεων έκτοτε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και την παγίωσης μιας νέου τύπου αυταρχικής δημοκρατίας, η ανάμνηση εκείνης της περιόδου μοιάζει να παραμένει ενεργή στο συλλογικό υποσυνείδητο, φορτισμένη θετικά ή αρνητικά αναλόγως την πολιτική, ιδεολογική, ταξική εν τέλει τοποθέτηση του γράφοντος ή ομιλούντος. Δεν είναι τυχαίο ότι εντελώς πρόσφατα οι μαζικές διαδηλώσεις σε γειτονιές της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων ενάντια στην αστυνομική βία, μετά τον ξυλοδαρμό του μεταπτυχιακού φοιτητή του ΕΜΠ στη Νέα Σμύρνη, έσπευσαν να στιγματιστούν από την κυβέρνηση ως απόπειρα δημιουργίας «πλατειών νεοαγανακτισμένων».
Από τις «πλατείες» και ευρύτερα τα κινήματα της κρίσης αναδείχθηκε άλλο ένα φαινόμενο, τα κόμματα που «ανέλαβαν» να εκφράσουν σε πολιτικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο την κοινωνική διαμαρτυρία, «μεταφράζοντάς» την κατάλληλα ώστε να μπορεί να «χωρέσει» στο πλαίσιο της κυβερνητικής διαχείρισης – και μάλιστα με σεβασμό του ήδη παγιωμένου πλαισίου εντός του οποίου αυτή ανελήφθη. Κόμματα που, στη διαδικασία αυτή, αποκόπηκαν από τις κοινωνικές διεργασίες που τα δημιούργησαν και μετατράπηκαν σε «καρτέλ» ενώ παράλληλα τα κοινωνικά κινήματα γραφειοκρατικοποιούμενα περνούσαν στο παρασκήνιο.
Ένα ακόμη απότοκο εκείνης της περιόδου αποτελεί η, μονίμως στο προσκήνιο πλέον, συζήτηση περί «λαϊκισμού». Μια κατηγορία που επιρρίπτεται «ελαφρά τη καρδία» ως στίγμα προς κάθε δημόσιο λόγο (που μπορεί να θεωρηθεί ότι τάσσεται) υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, αμφισβητώντας τη μία και μοναδική αλήθεια του ΤΙΝΑ (there is no alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική). Αλλά που την έχει οικειοποιηθεί και η συστημική Αριστερά, ανταποδίδοντας την ίδια κατηγορία συχνά-πυκνά κατά των πολιτικών της αντιπάλων της Δεξιάς όταν οι τελευταίοι παρουσιάζουν απλουστευτικές εξηγήσεις για τα αίτια ενός πολιτικού ή κοινωνικού φαινομένου, ή προσπαθούν να προσεγγίσουν την άκρα δεξιά.
Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με την μεθοδολογία της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες; Και κυρίως με τη Συγκρουσιακή Πολιτική, τον τομέα των κοινωνικών επιστημών που μελετά ακριβώς τα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικές διεκδικήσεις;
Στο νέο του βιβλίο «Λαϊκισμός, Δημοκρατία και Αριστερά – Η πρόκληση της μεθόδου» που κυκλοφορεί στις 29 Μαρτίου από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (CLH), εστιάζει ακριβώς στα μεθοδολογικά σφάλματα, τη «μεθοδολογική αφέλεια» όπως σημειώνει ο ίδιος, που έχει ως αποτέλεσμα την εξαγωγή έωλων συμπερασμάτων, στερεοτυπικών απόψεων και αντιλήψεων που παρουσιάζονται ως επιστημονικές «αλήθειες», και την εμμονή σε ορισμούς και ορολογίες που στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν τίποτα – πέραν μιας επιστημονικοφανούς επικάλυψης μιας ιδεολογικής τοποθέτησης.
«Η πολιτική επιστήµη συνολικά καταδυναστεύεται από µια θλιβερή µεθοδολογική αφέλεια. Όσο περισσότερο προοδεύουµε τεχνικά, τόσο αφήνουµε πίσω µας µια τεράστια περιοχή. Κι αυτό για το οποίο κατά βάθος διαµαρτύροµαι είναι ότι οι πολιτικοί επιστήµονες (µε εξαιρέσεις) στερούνται παιδείας στη Λογική – και µάλιστα στη στοιχειώδη Λογική», σημειώνει ο ίδιος στον Πρόλογο παραθέτοντας την κλασική πολεμική του Giovanni Sartori στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο.
Ξεκαθαρίζει ότι η συγγραφή του «δεν αναλαµβάνεται για να αξιοποιηθούν ερευνητικά νέες καινοτόµοι έννοιες ή θεωρητικές προτάσεις στις περιοχές του αντικειµένου του –τον “λαϊκισµό’’, τη δηµοκρατία και την Αριστερά–, αλλά για κάτι που, αν και πρόδηλα οχληρό, είναι εντούτοις εξαιρετικά κρίσιµο: το βιβλίο γράφεται για να αντιµετωπιστούν –ει δυνατόν να αρθούν– τα κύρια εννοιολογικά και θεωρητικά εµπόδια που εκτιµώ ότι εξηγούν την παρατεταµένη γνωστική δυστοκία που ταλανίζει την έρευνα σε αυτούς τους τοµείς.»
Κάνοντας λόγο για έναν «ακατάσχετο και επιθετικά αυτάρεσκο πληθωρισμό» ερευνών, ιδίως στον τομέα του «λαϊκισμού», σημειώνει ότι «πρόκειται για µια υπερπαραγωγή όπου όσο πιο γενναιόδωρες εµφανίζονται οι εξαγγελίες, τόσο πιο πενιχρή είναι η γνωστική απολαβή. Ως αποτέλεσµα, δέκα και πλέον χρόνια µετά το ξέσπασµα της χρηµατοπιστωτικής κρίσης (αναµφίβολα µιας κρίσης οργανικά συστηµικής), αίσθησή µου είναι πως η συγκριτική πολιτική, καθώς και οι κοινωνικές επιστήµες γενικότερα, όχι µόνο να αρθρώσουν έναν θεωρητικό µίτο αναφοράς δεν έχουν επιτύχει (περί των αιτιών και της υφής της κρίσης, περί του ακριβούς χαρακτήρα των πολιτικών της συνεπειών, ή περί της αδυναµίας των κοινωνικών αντιστάσεων που εµφανίστηκαν να αποτρέψουν τις επιπτώσεις της), αλλά και δείχνουν να έχουν απωλέσει επαφή µε τον στοιχειώδη στόχο της οργάνωσης µιας ουσιαστικής συζήτησης. Μοιραία συνέπεια είναι η εµµονικά περιγραφική κανονικοποίηση του προβληµατικού, η αποχή από τη διερεύνηση του µείζονος, ο κατακερµατισµός και η ασυνάφεια».
Τι σημαίνει αυτό για το σήμερα, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό-επιστημονικό επίπεδο; «Μπορούµε, ως εκ τούτου, να είµαστε σχεδόν βέβαιοι πως, έχοντας υπάρξει ανέτοιµος και ανίκανος να αφηγηθεί το πρόσφατο παρελθόν, ο κλάδος θα καταληφθεί, για άλλη µια φορά, ‘’εξαπίνης’’, όταν γίνουν περισσότερο αισθητές οι επιπτώσεις της νέας µεγάλης κρίσης που καιρό τώρα –αρκετά πριν από το ξέσπασµα της πανδηµίας COVID-19– επωάζεται», γράφει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης. (...)
Δείτε όλη την παρουσίαση εδώ Το Ποντίκι (25.03.2021)
Συνέντευξη του συγγραφέα στην Ντίνα Δασκαλοπούλου για την Εφημερίδα των Συντακτών «Μας απειλεί όλους η ιδεολογική χειραγώγηση της επιστήμης»
Πόσο απολαυστικό μπορεί να είναι ένα βιβλίο που μιλά για επιστημονική μεθοδολογία; Εξαιρετικά, αν ασχολείται με το θέμα που επέλεξε ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, αλλά και με τον τρόπο που η πένα του το αποδίδει αποκαλύπτοντας εννοιολογικές λαθροχειρίες και εν τέλει ιδεολογικές χειραγωγήσεις της επιστήμης. Είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH). Το βιβλίο του «Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Τόπος ήταν η αφορμή για να συζητήσουμε μαζί του για την πιο «μοδάτη» πολιτικά λέξη των τελευταίων χρόνων, που συνήθως χρησιμοποιείται σαν μομφή εναντίον της Αριστεράς και των κινημάτων.
Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά ποιο νήμα συνδέει τις τρεις έννοιες με τις οποίες τιτλοφορείται το βιβλίο σας που μόλις κυκλοφόρησε;
Πρόκειται για κομβικές έννοιες της δημόσιας σφαίρας που χρειάζονται επιτακτική αποσαφήνιση διότι, από συνειδητές (αλλά και ασυνείδητες) παραχαράξεις, τείνουν να απολέσουν τη σημασία τους. Με τον τρόπο που κυρίως γίνεται σήμερα κατανοητός, ο «λαϊκισμός» εξομοιώνει εγχειρήματα που αποσκοπούν στην εμβάθυνση και επέκταση της δημοκρατίας (την καταστατική επιδίωξη της Αριστεράς) με εκείνα που απεργάζονται τη συρρίκνωσή της (το ειδοποιό γνώρισμα της Ακροδεξιάς). Πρόκειται για ψευδο-κατηγορία που αποτρέπει την έλλογη ανάλυση και δημιουργεί τεράστια σύγχυση. Στη σκιά της κανονικοποιείται το προβληματικό και παύει ο προβληματισμός για το μείζον: τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές αντιστάσεις θα επιτύχουν ανάσχεση των καταστρεπτικών επιπτώσεων που έχει η κατίσχυση της έωλης δοξασίας ΤΙΝΑ (σ.σ. There Is Not Alternative).
Υπάρχει ανάγκη να εννοιολογήσουμε εκ νέου το φαινόμενο του λαϊκισμού; Δεν έχουμε διαβάσει πάρα πολύ πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια; Ή μήπως χρησιμοποιούμε μια έννοια χωρίς σαφές περιεχόμενο; Πράγματι έχουμε διαβάσει πάρα πολλά, όμως τι ακριβώς αποκομίσαμε; Είτε πως οτιδήποτε ασκεί κριτική στην εξακολουθητική καταλήστευση των κοινωνιών από μια ελίτ με πρακτικές που επιφέρουν ιστορική παλινδρόμηση στον 19ο αιώνα συνιστά παθογένεια, είτε πως μια ειδική εκδοχή, ο «αριστερός λαϊκισμός», αποτελεί το κλειδί που ξεκλειδώνει όλες τις πόρτες. Το πρώτο, -η κατάφαση μιας ψευδο-κατηγορίας που εξομοιώνει ουσιωδώς ανόμοια-, είναι επιεικώς απαράδεκτο, το δεύτερο κραυγαλέα ανεπαρκές: είναι το ίδιο ο Ομπάμα με το OccupyWallStreet; Δεν πρέπει να δούμε τα συγκεκριμένα περιεχόμενα πολιτικής και τις συγκεκριμένες στρατηγικές των διάφορων διαβημάτων; Δεν πρέπει να αναλύσουμε τα προτερήματα και -κυρίως- τις ελλείψεις τους; Υποστηρίζω πως οι κυρίαρχες εννοιολογήσεις αποτρέπουν την κρίσιμη έρευνα και γι’ αυτό είτε πρέπει η έννοια να εγκαταλειφθεί είτε να τη χρησιμοποιούμε ως ένα ρηματικό μοτίβο που, ενώ προσποιείται το λαϊκό, στην πραγματικότητα δεν είναι.
Στη δημόσια σφαίρα οι πολιτικοί αντίπαλοι μέμφονται ο ένας τον άλλο ως λαϊκιστή, αν και συνήθως τα βέλη των δημοσιολόγων εκτοξεύονται προς την Αριστερά και τα κινήματα. Περιγράφεται ως «λαϊκιστικός» ο λόγος που επικαλείται τον ή αναφέρεται στον λαό, ο λόγος της διαμαρτυρίας αλλά ποτέ ο λόγος της εξουσίας. Πώς το ερμηνεύετε; Αυτό που η κυρίαρχη εννοιολόγηση ευνοεί δεν είναι η αναλυτική ευκρίνεια (πρόκειται για έννοια-χοάνη), αλλά η κανονιστική ελευθεριότητα. Αφού τον «ενιαίο λαό» ενάντια σε κάποια -κατά το μάλλον ή ήττον- εξίσου ενιαία «ελίτ» τον επικαλούνται σχεδόν όλα τα πολιτικά εγχειρήματα σε κάποια στιγμή του βίου τους (δεν έχει κανείς παρά να ψάξει για τις αντίστοιχες επικλήσεις), οι μελετητές αισθάνονται ελεύθεροι να επιλέξουν ό,τι τους αρέσει και να το χαρακτηρίσουν σύμφωνα με τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις. Αυτή η άκρως αντιεπιστημονική πρακτική έπρεπε προ πολλού να έχει ανασταλεί, όμως μακροημερεύει γιατί αποτελεί εξαιρετικό ιμάντα μεταβίβασης ιδεολογικών κινήτρων.
Στην τρέχουσα συγκυρία κυριαρχούν οι φωνές που επιθυμούν όχι να εξετάσουν την υφή και τις καταβολές της δημοκρατικής δυσλειτουργίας και να διερευνήσουν τρόπους για υπέρβαση της πρόδηλης κρίσης αναπαραγωγής, αλλά να δυσφημήσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις. Η εξουσία που έμπρακτα συρρικνώνει τη δημοκρατία γίνεται έτσι η επιτομή της δημοκρατίας (γι’ αυτό και ο λόγος της βρίσκεται συστηματικά στο απυρόβλητο). Δεν είναι πρώτη φορά στην Ιστορία που η επιστημονική ανεπάρκεια κυοφορεί και εκτρέφει αντιδραστικές πολιτικές θέσεις.
Στην κατηγορία του «λαϊκιστή» επιστήμονες κατατάσσουν τον Μαρξ, τον Ενγκελς και τον Λένιν, αλλά όχι τον Ρέιγκαν ή τον Τραμπ, όπως αναλυτικά περιγράφετε στο βιβλίο σας. Οι επιστημονικές εννοιολογήσεις έχουν ιδεολογικά κίνητρα και υποκρύπτουν πολιτικές στάσεις; Πώς συγκροτείται τελικά το επιστημονικό επιχείρημα; Οι αξίες και οι ιδεολογικές θέσεις του ερευνητή πάντα επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο «διαβάζει» την πραγματικότητα, κι αυτό αποτυπώνεται στις έννοιες που συγκροτεί, στο τι θεωρεί άξιο να εννοιολογηθεί και τι όχι. Αυτό όχι μόνο δεν αποτρέπει την αξιακά αμερόληπτη έρευνα, αλλά και προϋποτίθεται (οι γιατροί προωθούν συνειδητά την υγεία, αλλά για να είναι αποτελεσματικοί οφείλουν να εξετάζουν τα δεδομένα τους αμερόληπτα). Προβληματική για την επιστήμη είναι μια κατάσταση πραγμάτων όπου οι χρησιμοποιούμενες έννοιες δεν καταφέρνουν να σωρεύσουν ερευνητικά ευρήματα με κάποια γνωστική αξία.
Το να εννοιολογούμε τον Ορμπαν ως φαινόμενο παρόμοιο με τον μαρξισμό είναι σαν να εισηγούμαστε μια κοινή κατηγορία για τον πνευμονιόκοκκο και τα αντισώματα που δημιουργούνται από τον εμβολιασμό ενάντια στον COVID. Κάποιος βέβαια μπορεί να το υποστηρίξει διότι έτσι επιτάσσουν οι αξίες και η ιδεολογία του, όμως οι επιστήμονες καλούνται να ελέγξουν αν τα πορίσματα της έρευνας που θα αναληφθεί στη βάση αυτής της έννοιας έχουν κάποιο νόημα. Το γεγονός ότι δεν έχουν πρέπει να σημάνει συναγερμό. Το ότι τέτοιος συναγερμός δεν σήμανε στην περίπτωση του «λαϊκισμού» αποτελεί τεκμήριο της ιδεολογικής χειραγώγησης της επιστήμης -κι αυτό είναι κάτι που μας απειλεί όλους.
Τα τελευταία χρόνια διαβάζουμε αναλύσεις που περιγράφουν ως «λαϊκιστές» αυτά που ορίζουν ως «δύο άκρα», βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τα κινήματα αμφισβήτησης και τις οργανώσεις της Αριστεράς με τους νεοναζί και τους ακροδεξιούς. Πόσο λαϊκιστικό είναι το ακραίο Κέντρο; Το «ακραίο Κέντρο» είναι ένας σκωπτικός αντι-όρος που επινόησε το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα για να καυτηριάσει τον διάτρητο εκλεκτικισμό της κυρίαρχης εννοιολόγησης του «λαϊκισμού». Στο συναφές σκεπτικό, «ακραίες» δεν είναι οι έλλογες αντιστάσεις των κοινωνιών, αλλά η στάση όλων εκείνων που εμμονικά και προκλητικά επιλέγουν να παρακάμψουν και να φυσικοποιήσουν τις πάμπολλες θεσμικές δυσλειτουργίες και τα συστημικά αδιέξοδα, χωρίς βέβαια να ενοχλούνται από το γεγονός ότι η σύζευξη των κοινωνικών κινημάτων με τον φασισμό δεν διαβάλλει μόνο τα πρώτα αλλά και απενοχοποιεί τον δεύτερο.
Είναι μια θλιβερή κατάσταση πραγμάτων που, στον βαθμό που παραπλανητικά και ψευδεπίγραφα επικαλείται το κοινωνικό συμφέρον (δείτε, λ.χ., τις πρόσφατες εξαγγελίες για διάφορων ειδών «αναπλάσεις», -Ελληνικό, Σκουριές κ.λπ.), είναι πράγματι λαϊκιστική και μάλιστα κατ' εξοχήν. Η ακαδημαϊκή έρευνα αλλά και η δημόσια σφαίρα πρέπει γρήγορα να ανακάμψουν από την αδράνεια στην οποία απειλούν να τις καθηλώσουν αυτές οι εννοιολογικές λαθροχειρίες.
Πρέπει άμεσα να εξεταστούν τόσο τα ακριβή χαρακτηριστικά της νέας φάσης της κρίσης όσο και οι αιτίες που εμπόδισαν τα μετασχηματιστικά εγχειρήματα της τελευταίας περιόδου να αποτρέψουν τις επιπτώσεις του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Πρέπει να εγκύψουμε σοβαρά και με συγκεκριμένο τρόπο στη διερεύνηση ζητημάτων στρατηγικής καθώς και στη διαμόρφωση των οργανωτικών εκείνων μορφών που θα είναι ικανές να παρεμποδίσουν την ιδεολογική μεταλλαγή και τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό.
Συνέντευξη στην Ν. Δασκαλοπούλου για την Εφ. Συντακτών (24.04.2021)
Συνέντευξη εφ' όλης της ύλης στον Γ. Μουρμούρη με αφορμή την έκδοση του βιβλίου
«Η κανονικοποίηση της ακραίας καταστολής αποτελεί για την κυβέρνηση στοίχημα επιβίωσης», γιατί μετά την πανδημία «θα έχουμε νέα μνημονιακά μέτρα» και «έρχεται θύελλα», λέει στο Πριν ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής. «Οι κοινωνίες διαμαρτύρονται για την πολιτικά ιδιοτελή χειραγώγηση της επιστήμης», σημειώνει, απογυμνώνοντας τον όρο «λαϊκισμός», που «αποτελεί εξαιρετικό ιμάντα μεταβίβασης λόγου ψευδούς και αφόρητα ιδεολογικού».
(...) Στο νέο σας βιβλίο ασχολείστε μεταξύ άλλων με τον όρο «λαϊκισμός». Τον τελευταίο χρόνο ακούσαμε να χαρακτηρίζεται «λαϊκιστικό» κάθε αίτημα ενίσχυσης του ΕΣΥ, των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, των σχολείων κλπ., με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Ποια μπορούν να είναι τα όπλα των κοινωνικών κινημάτων στην αναμέτρηση, στον δημόσιο λόγο, με έναν όρο έωλο μεν, που όμως μας ταλαιπωρεί τα τελευταία δέκα χρόνια;
Κρατώ και μειδιώ με το «ταλαιπωρεί» που λέτε, διότι είναι ακριβώς έτσι: μια ταλαιπωρία. Ως «έννοια» ο λαϊκισμός δεν απέκτησε τη διάδοση που απέκτησε λόγω της ερευνητικής του χρησιμότητας, αλλά διότι αποτελεί εξαιρετικό ιμάντα συγκάλυψης και μεταβίβασης λόγου ψευδούς και αφόρητα ιδεολογικού (ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι διακινητές του δεν το αντιλαμβάνονται). Η βασική νεοσυντηρητική εκδοχή βάζει στην ίδια αναλυτική κατηγορία τα κοινωνικά κινήματα και την ακροδεξιά με στόχο να απονομιμοποιήσει τα πρώτα, αδιαφορώντας βέβαια αν με τον τρόπο αυτό απο-ενοχοποιεί τα δεύτερα. Όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, η πρακτική αυτή (η κατάφαση μιας ψευδο-κατηγορίας) υπήρξε καταστρεπτική για τη δυνατότητά μας να προβαίνουμε σε σοβαρή πολιτική ανάλυση και να συγκροτούμε εύρωστη θεωρία στην πολιτική και κοινωνική επιστήμη. Όπως έγραψε ο Giovanni Sartori, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο, είναι σαν να προσπαθούμε να κάνουμε θεωρία περί του τι ήχο βγάζει ο «γατόσκυλος» ‒κάποτε βγάζει τον ήχο του σκύλου, κάποτε βγάζει τον ήχο της γάτας. Στο βιβλίο διαμαρτύρομαι γι’ αυτές τις απαράδεκτες πρακτικές και αναδεικνύω πλειάδα άλλων προβληματικών όψεων της κυρίαρχης προσέγγισης που, αν δεν ήταν τραγικές, θα ήταν απλώς φαιδρές. Τα κινήματα πρέπει να ξέρουν (και πιστεύω ήδη ξέρουν) πως, όταν ο κυρίαρχος λόγος χρησιμοποιεί τον όρο «λαϊκισμός», στόχος δεν είναι κανενός είδους ανάλυση ή αποτίμηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά η με κάθε τρόπο δυσφήμιση των κοινωνικών αντιστάσεων, ένα γιγάντιο εγχείρημα πειθάρχησης στις προσταγές της μεταδημοκρατίας και του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού.
Στη βιβλιογραφία υπάρχει όμως ‒δυστυχώς‒ και μια άλλη, εκδοχή, αριστερόστροφη αυτή (ο ούτω αποκαλούμενος «αριστερός λαϊκισμός»), που ενώ εύλογα διαχωρίζει τις δεξιές αντιδραστικές εκδοχές από τις εν γένει «προοδευτικές», παγιδεύει τη ματιά μας στη αδόκιμη γενικολογία. Από ένα τόσο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης (εγχειρήματα που επιδιώκουν την «οριζόντια» λαϊκή σύμπραξη ‒τις «αλυσίδες ισοδυναμίας» όπως περισπούδαστα λέγεται)‒, δεν είναι βέβαια δυνατόν να διακρίνουμε διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά διαβήματα που εμφανίστηκαν ή εμφανίζονται στον αριστερό και προοδευτικό χώρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Ομπάμα, ο Περόν, το Occupy Wall Street ‒όλα είναι, σύμφωνα με την οπτική αυτή, «αριστερός λαϊκισμός». Και αν αναρωτηθεί κανείς γιατί προτείνεται αυτός ο άκρως αλυσιτελής τρόπος οργάνωσης και παρατήρησης του αριστερού σύμπαντος, η απάντηση είναι και πάλι κανονιστική (και πάλι ανεξαρτήτως του αν το συνειδητοποιούν όσοι την προωθούν ή όχι): προτείνεται διότι στόχος δεν είναι να δούμε και να προβληματιστούμε περί του γιατί, λ.χ., τα κόμματα της λεγόμενης «νέας Αριστεράς» γραφειοκρατικοποιήθηκαν και υποτάχθηκαν, αλλά ‒το ακριβώς αντίθετο‒ να μη δούμε, να μην προβληματιστούμε, και να μην ερευνήσουμε.
Πίσω από το «αριστερός λαϊκισμός» μπορεί, έτσι, να κρυφτεί η πολιτική ανεπάρκεια του νέου ρεφορμισμού που τα κόμματα αυτά εφάρμοσαν και εξακολουθούν να εφαρμόζουν, και αυτός είναι κατά την άποψή μου ο λόγος της σχετικά μεγάλης δεξίωσης αυτής της οπτικής: η αποφυγή των δύσκολων ερωτημάτων που, αν τα θέταμε, πολλοί θα έχαναν τα αριστερά εχέγγυα με τα οποία επενδύουν τις γραφειοκρατικές τους διαδρομές και φιλοδοξίες. Πιστεύω πως καθήκον μας ως ερευνητών αλλά και ως ενεργών πολιτών είναι να ρίξουμε άπλετο φως σε αυτές τις κρίσιμες διαδικασίες: στο διάτρητο πολιτικό περιεχόμενο των νεο-ρεφορμιστικών επαγγελιών, καθώς και στους τρόπους με τους οποίους καταλύεται η εσωτερική δημοκρατία των οργανώσεων. Πρόκειται για απαραίτητη έρευνα στην οποία η έννοια του «αριστερού λαϊκισμού» όχι μόνο δεν έχει τίποτε απολύτως να μας προσφέρει, αλλά και λειτουργεί ως γνωστικό ανάχωμα που τη δυσχεραίνει (ή και την αποτρέπει). Κατ’ αναλογία, πρέπει να πάψουμε να λέμε «δεξιός λαϊκισμός» αλλά να λέμε «ακροδεξιά» ‒αυτό που ξεχωρίζει το χώρο αυτόν δεν είναι η μανιχαϊκή επίκληση στο λαό, αλλά στοιχεία όπως η εµµονική προσήλωση στην ατζέντα «νόμος και τάξη», η προνομιακή μεταχείριση στο μεγάλο κεφάλαιο και η λυσσώδης πάταξη του ελεύθερου συνδικαλισμού. Υποστηρίζω πως αν είναι κάτι που ο όρος «λαϊκισμός» μπορεί να σημαίνει, αυτό είναι η ψευδής και παραπλανητική επίκληση στο λαϊκό: αυτό που προσποιείται και καμώνεται το λαϊκό χωρίς όμως να είναι. Ο νέος ρεφορμισμός της συμβιβασμένης κατ’ όνομα Αριστεράς που επαγγέλλεται μετασχηματισμούς χωρίς τις απαραίτητες ρήξεις είναι με αυτήν την έννοια λαϊκισμός και αυτόν πρέπει τα κινήματα να είναι σε θέση να τον διαπιστώνουν και να τον καταπολεμούν.
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Γιώργος Μουρμούρης για την εφ. Πριν
Παρουσίαση από τον Θανάση Κολλιόπουλο διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών για το iEidiseis.gr
(...) Η βιομηχανία του λαϊκισμού που αναπτύσσεται με θεαματικό ρυθμό τόσο στον ακαδημαϊκό χώρο όσο και στη τρέχουσα πολιτική διαδικασία συσκοτίζει, συγχέει και εντέλει, αποκρύβει κρίσιμες πτυχές υπαρκτών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες. Βαφτίζοντας, δηλαδή, τα πάντα «λαϊκισμό», τοποθετούμε στην πραγματικότητα διαφορετικά πράγματα στο ίδιο καλάθι. Αυτή η πρακτική είτε καταδεικνύει βασικά μεθοδολογικά λάθη είτε συγκαλύπτει, τεχνηέντως, πολιτικά και αξιακά κίνητρα με σκοπό να απορριφθούν συλλήβδην οι πολιτικές που σχετίζονται με γνήσιες λαϊκές ανάγκες.
Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο νέο του βιβλίο Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: Η πρόκληση της μεθόδου (2021, εκδ. Τόπος) προσπαθεί να διερευνήσει τον ακριβή χαρακτήρα του -υπαρκτού- φαινομένου του λαϊκισμού, αποκαθαίροντάς τον, όμως, από τα κρατούντα αξιακά πρότυπα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια διαρκής μέριμνα και επαγρύπνηση, ώστε οι αξίες του μελετητή (ή του πολιτικού) να μην χειραγωγούν την αποτίμηση των πολιτικών γεγονότων που (μπορεί να) σχετίζονται με τον λαϊκισμό. Από την άλλη πλευρά, η αξιακή αμεροληψία δεν συνεπάγεται αξιακή εκκένωση ούτε ιδεολογική αποστείρωση.
Για τον Σεφεριάδη, η διερεύνηση του λαϊκισμού, υπό το πρίσμα της αξιακής αμεροληψίας, έχει ως σκοπό την αναίρεση δύο συγκαλυμμένων κανονιστικών επιδιώξεων: Η πρώτη σχετίζεται με μια νεοσυντηρητική λογική, ότι «όλα είναι λαϊκισμός». Στο πλαίσιο αυτό, τόσο ο Ρούζβελτ και ο Ανδρέας Παπανδρέου όσο και ο Περόν, ο Τσίπρας και οι εκπρόσωποι του προοδευτικού/αντιμονοπωλιακού κινήματος στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα είναι όλοι τους «αριστεροί λαϊκιστές» που στράφηκαν, κατά το μάλλον ή ήττον, κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μια τέτοια οπτική, κατά τον συγγραφέα, συγκαλύπτει επιτηδευμένα την απαξίωση οποιασδήποτε πολιτικής που υπηρετεί στοιχειώδεις απαιτήσεις κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ η συγκεκριμένη αντίληψη συγχέει επίσης εντελώς διαφορετικά γεγονότα και ιστορικές συνθήκες. Παράλληλα, χαρακτηρίζοντας ελαφρά τη καρδία «δεξιούς λαϊκιστές» -και όχι ακροδεξιούς- ακόμα και πολιτικούς σαν τον Χίτλερ, είναι σαν ξεπλένουμε απάνθρωπες ιδεολογίες, χάνοντας έτσι το μέτρο των πραγμάτων και των καταστάσεων. (...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
γράφει ο Θανάσης Κολλιόπουλος, ieidiseis.gr (12.07.2021)
Εφημερίδα των Συντακτών της Λένα Κυριακίδη Η «μηχανή» του λαϊκισμού και ο εξευτελισμός της
Σοβαρή πολιτική και πνευματική απειλή έχει εγείρει η βιοµηχανία των «λαϊκιστικών» σπουδών τα τελευταία αρκετά χρόνια για χάρη της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Την άκρως προβληματική έννοια και τις προσεγγίσεις της αποδομεί με μεθοδολογική αυστηρότητα στο «Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου» ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διεξοδική αποκάλυψη κινήτρων και στοχεύσεων, παραχαράξεων και χειραγωγήσεων, που έχουν επεκταθεί και «αξιοποιηθεί» επικίνδυνα στη δημόσια σφαίρα και τον δημόσιο λόγο.
Στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου, το οποίο όπως τόνισε η συντονίστρια της εκδήλωσης και δημοσιογράφος της «Εφ.Συν.», Ντίνα Δασκαλοπούλου, είναι σαν να ανάβει το φως μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ο συγγραφέας απέρριψε τις δύο εκδοχές του λαϊκισμού, την υπερσυντηρητική και την κατ’ όνομα αριστερόστροφη, ως ακατάλληλες για έρευνα, καθώς «συνιστούν μια ψευδοκατηγορία που τσουβαλιάζει εξαιρετικά ανόμοια πράγματα, περί των οποίων είναι αδύνατον να προκύψει σοβαρή θεωρία που να επεξηγεί την πραγματικότητα».
Και θα αναρωτηθεί κανείς: Γιατί τόσος λαϊκισμός; Γιατί -απάντησε ο Σεφεριάδης- είναι άριστος ιμάντας μεταβίβασης ιδεολογικών πεποιθήσεων και θέσεων, που παρότι πιστοποιημένα αποτυχημένες και αδιέξοδες, εξακολουθούν να παρουσιάζονται ως κραταιές. «Υποστηρίζεται ότι στον κόσμο που ζούμε, της εντεινόμενης συστημικής κρίσης, της κλιματικής κρίσης και του πολέμου, όλα είναι καλώς καμωμένα κι ότι όποιος αντιδρά πρέπει να καταγγέλλεται ως λαϊκιστής, με βασική επιδίωξη την αποδοχή του υφιστάμενου και τη συμμόρφωσή του, ή ότι η μόνη δυνατή αντιμετώπιση της κρίσης είναι μια στάση που αρνείται να εξετάσει την αναγκαιότητα της ρήξης, συναινώντας στο δόγμα ότι ενώ όλοι παράγουμε, μια μικρή κι ολοένα συρρικνούμενη μειοψηφία πρέπει να αποφασίζει πού και πώς θα γίνει η παραγωγή, ποιος θα αποκομίσει τους καρπούς της», σημείωσε ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου.
Κεντρικές διαπιστώσεις του έθιξε ο Σταύρος Τομπάζος στην τοποθέτησή του. Μίλησε για τους πατέρες του νεοσυντηρητικού λαϊκισμού, που βρίσκουν δευτερεύουσες ομοιότητες για να δημιουργήσουν μια μη έννοια με ακαθόριστα όρια, ώστε να ισχύει για τα πάντα, με στόχο οποιαδήποτε προσπάθεια μετατροπής των υποτελών τάξεων σε πολιτικό υποκείμενο και της υπέρβασης της πρωτόλειας ταυτότητας του ανθρώπου σε κοινωνικό υποκείμενο, διά μέσου της πολιτικής διαμεσολάβησης. Αναφερόμενος στην προσέγγιση του αριστερόστροφου λαϊκισμού και την άποψη για την ελληνική εμπειρία της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ λόγω συνειδητοποίησης της δύναμης του αντιπάλου, ο Τομπάζος αντέτεινε πως αυτή έγινε λόγω της μη συνειδητοποίησης ότι η σύγκρουση με το ντόπιο και το ευρωπαϊκό κατεστημένο εμπεριείχε έναν βαθμό διακινδύνευσης, τον οποίο όφειλε να γνώριζε ειδικά όποιος αναλαμβάνει μια πολιτική εκστρατεία για την υπέρβαση των μνημονιακών επιταγών. (...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ Εφημ. Συντακτων, Λ. Κυριακίδη, 04.06.2022,
Διαβάστε εδώ την προδημοσίευση του βιβλίου στo huffingtonpost.gr.
Δείτε εδώ μια συζήτηση του συγγραφέα για την καρτελοποίηση των κινηματικών κομματών, στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος The Left Project (βίντεο εισήγησης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με έμφαση στις θεματικές του δεύτερου μέρους του βιβλίου, 24.03.2021). Διαβάστε εδώ την εμπεριστατωμένη παρουσίαση του Νίκου Κουραχάνη, στο ThePressProject (06.05.2021) και εδώ τη συνέντευξη στον Χαράλαμπο Γολέμη για την εφημερίδα Εποχή (9.05.2021).
Διαβάστε την παρουσίαση του βιβλίου από τον Σταύρο Τομπάζο μέρος πρώτο & μέρος δευτερο για το Commune (07.2021, commune.org.gr).
Δείτε εδώ τα περιεχόμενα και διαβάστε εδώ την εισαγωγή του βιβλίου.
Παρακολουθήστε την παρουσίαση του βιβλίου του βιβλίου, στο καφέ «Κήπος του Μουσείου» (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, 19.05.2022). Για το βιβλίο μίλησαν οι: Γιάνης Βαρουφάκης (καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γραμματέας του ΜέΡΑ 25, συνιδρυτής του κινήματος DiEM25 και βουλευτής Θεσσαλονίκης), Θανάσης Καμπαγιάννης (δικηγόρος, μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση - Δικηγορική Ανατροπή, δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής), Σταύρος Τομπάζος (καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου), Φιλίππα Χατζησταύρου (επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, μέλος του Εργαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), και ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης, συγγραφέας του βιβλίου, (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (lcp.panteion.gr)).
Tη συζήτηση συντόνισε η Ντίνα Δασκαλοπούλου (δημοσιογράφος στην Εφημερίδα των Συντακτών).