1η Έκδοση: Οκτώβριος 2025
Εξώφυλλο & Δελτίο τύπου
Οι κριτικές σηµειώσεις που συνέταξε ο Karl Marx τον Μάρτιο του 1875 µε αφορµή το προσχέδιο ενός Προγράµµατος για το Σοσιαλδηµοκρατικό Εργατικό Κόµµα Γερµανίας, γνωστές µε τον τίτλο Κριτική του Προγράµµατος της Γκότα, αποτελούν ένα από τα σηµαντικότερα κείµενα όχι µόνο του ιδίου, αλλά και της ιστορίας της Αριστεράς εν γένει. Με τις σηµειώσεις αυτές, που ήταν αρχικά προορισµένες για συγκεκριµένα κοµµατικά στελέχη, ο Marx χαρτογραφεί το πολιτικό πεδίο των εννοιών της κριτικής, µε τρόπο που φωτίζει δυναµικά έννοιες όπως «εργασία», «δικαιοσύνη», «κράτος», ενόψει µιας µάχιµης κοµµατικής στάσης στο πολιτικό σύστηµα της νεοπαγούς γερµανικής Αυτοκρατορίας.
Η πρώτη δηµοσίευση αυτών των σηµειώσεων το 1891, µε πρωτοβουλία του Friedrich Engels, ενόψει ενός νέου κοµµατικού Προγράµµατος (που θα εγκριθεί στην Ερφούρτη το ίδιο έτος, ενσωµατώνοντας κριτικές του ίδιου του Engels), θα προκαλέσει µια σειρά συζητήσεων, η οποία, µεγεθυµένη και διαστρεβλωµένη από τις σεισµικές µετατοπίσεις του 20ού αιώνα, ουσιαστικά συνεχίζει µέχρι σήµερα.
Η παρούσα δηµοσίευση περιέχει νέες µεταφράσεις των κριτικών σηµειώσεων του Marx και του Engels, βασισµένες στην έκδοση των Απάντων (Marx-Engels-Gesamtausgabe, MEGA), όπως και γραµµατολογικές, δηµοσιογραφικές, επιστολογραφικές και αρχειακές πηγές –οι περισσότερες άγνωστες στην Ελλάδα– οι οποίες στοιχειοθετούν το ιστορικό περιβάλλον των κειµένων και ανοίγουν νέες δυνατότητες για την ερµηνεία και αποτίµησή τους.
Παρουσίαση από τον Παναγιώτη Σωτήρη για Τα Νέα
«Dixi et salvavi animam meam» (Μίλησα και έσωσα την ψυχή μου). . Με αυτό τον τρόπο ο Καρλ Μαρξ τελείωσε τις κριτικές σημειώσεις του για το πρόγραμμα ενοποίησης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στο συνέδριο που έγινε στην Γκότα το 1875. Γραμμένη σε ύφος οξύ και πολεμικό, η «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», που δημοσιεύτηκε με ευθύνη του ίδιου του Ενγκελς το 1891, έμελλε να αποκτήσει, ιδίως μετά το πώς τη διάβασε ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», τον χαρακτήρα του κειμένου αναφοράς για τη διάκριση της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής γραμμής και την αναγόρευση της δικτατορίας του προλεταριάτου σε στρατηγική επιλογή.
Το ίδιο το κείμενο ήταν τμήμα της συνολικότερης ιστορίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, του πρώτου ουσιαστικά μεγάλου εργατικού κόμματος στην Ευρώπη και στην πραγματικότητα το αρχέτυπο για την ίδια την έννοια του μαζικού κόμματος που έμελλε να σφραγίσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη μαζική πολιτική εντός κοινοβουλευτικών μορφών. Σε αυτή τη συζήτηση ξαναγυρίζει ο Θανάσης Γκιούρας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο βιβλίο του «Το κόμμα και η κριτική. Ιστορικές και ερμηνευτικές προκείμενες για τις κριτικές των K. Marx και Fr. Engels στα προγραμματικά προσχέδια του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας Γκότα 1875 / Ερφούρτη 1891», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.
Ανασυγκρότηση
Η πρωτοτυπία του βιβλίου του Γκιούρα έγκειται στο ότι δεν πρόκειται για μια ακόμη μετάφραση της «Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα» και της «Κριτικής του Προγράμματος της Ερφούρτης» (τις κριτικές παρατηρήσεις του Ενγκελς στο πρόγραμμα του συνεδρίου του 1891), αλλά για λεπτομερή ανασυγκρότηση της συζήτησης, με μετάφραση, παρουσίαση και σχολιασμό όλων των παρεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσληψης αυτών των κειμένων στον 20° αιώνα, πατώντας πάνω στη δεύτερη πλήρη συγκεντρωτική έκδοση όλων των κειμένων των Μαρξ και Ενγκελς, τη MEGA2, που είναι σε εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες με συμμετοχή ερευνητών από διάφορες χώρες. Αλλωστε, στον Γκιούρα ήδη χρωστάμε μια νέα πλήρη μετάφραση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, του χειρογράφου απ' όπου προέκυψε ο δεύτερος τόμος, και των πιο σημαντικών κειμένων του Μαρξ από τη δεκαετία του 1840 και 1850.
Ο Γκιούρας ανασυγκροτεί τη διαδρομή που οδηγεί στο προγραμματικό κείμενο του 1875 και πώς συναντιούνται τα δύο βασικά ρεύματα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Από τη μια, αυτό που αφετηρία έχει τον χαρισματικό Φερντινάντ Λασσάλ, που πέθανε πρόωρα σε μονομαχία, ιδρυτή της Γενικής Ενωσης των Γερμανών Εργατών, υποστηρικτή μιας εκδοχής «κρατικού σοσιαλισμού» και συνομιλητή του Μπίσμαρκ. Και από την άλλη, το ρεύμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο κοντινό στις απόψεις του Μαρξ και της Διεθνούς. Τα δύο ρεύματα προχωρούν σε μια ενοποιητική διαδικασία που αναμετριέται με όλα τα κομβικά ερωτήματα που έκτοτε θα απασχολήσουν τις πολιτικές εκφράσεις του εργατικού κινήματος: το πώς μπορεί να διατυπωθεί προγραμματικά η υπέρβαση του καπιταλισμού, τα μεταβατικά αιτήματα που μπορούν να φέρουν την εργατική τάξη πιο κοντά σε αυτόν τον στόχο, το ζήτημα του υπαρκτού κρατικού μηχανισμού, της χρήσης αλλά και του μετασχηματισμού του, το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί το αίτημα μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Η κριτική του Μαρξ εντοπίζει το πραγματικό ενδεχόμενο οι πολιτικές μορφές του εργατικού κινήματος να εγκλωβιστούν στα όρια του υπαρκτού κράτους και της μεταρρύθμισής του αντί να δοκιμάσουν να το μετασχηματίσουν ριζικά στην κατεύθυνση του «μαρασμού» του, τουλάχιστον με τον τρόπο που οι Μαρξ και Ενγκελς θεώρησαν ότι διέκριναν στην Κομμούνα του Παρισιού, με την ανακλητότητα των αιρετών αξιωματούχων και την υποκατάσταση του τακτικού στρατού από μία πολιτοφυλακή. Εντοπίζει, επίσης, την ανάγκη ενός βαθύτερου στοχασμού - και πολιτικοκοινωνικού πειραματισμού - σε σχέση με τον μετασχηματισμό και της παραγωγής. Αναδεικνύει τα δύο βασικά σημεία στα οποία προσέκρουσε και η ιστορική σοσιαλδημοκρατία και το ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα: το ξεπέρασμα του κρατικού εξαναγκασμού και του καταναγκασμού της αγοράς. Παράλληλα, η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, η στρατηγική οριοθέτηση και από τον «κρατικό σοσιαλισμό» και από την αναρχική «κατάργηση του κράτους» αναδεικνύεται ως η κατεξοχήν αποτύπωση μιας πολιτικής απορίας, παρά ενός αποσαφηνισμένου στρατηγικού ορίζοντα. (...)
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Π. Σωτήρης, Τα Νέα (15/10/2025)
|