1η έκδοση: Οκτώβριος 2024
Εξώφυλλο & Δελτίο τύπου
ΣΕΙΡΑ: ΤΑ ΑΕΙΘΑΛΗ
Η σειρά Τα αειθαλή περιλαμβάνει μικρά σε έκταση αλλά μεγάλα ως προς το λογοτεχνικό τους εκτόπισμα κείμενα της εγχώριας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας που περιέπεσαν σε κατάσταση λήθης. Κείμενα κλασικά που η αειθαλής αξία τους επιτάσσει το ξαναδιάβασμά τους υπό το φως της εποχής μας.
Συγκλονιστική απεικόνιση της αναμέτρησης μιας ομάδας θαλασσινών με τα στοιχεία της φύσης στη διάρκεια ενός ναυαγίου, σε μια νουβέλα γραμμένη με μαεστρία που έγινε αμέσως κλασική στο είδος της. Βιβλίο που υμνήθηκε από την κριτική και σχεδόν ταυτίστηκε με τον συγγραφέα του. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1943.
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ]
Ένα κύµα έφτανε κουλουριασµένο, µουλωχτό, και τ’ ανακάλυψαν, στην ώρα, οι φωτερές γλώσσες του φαναριού. Το δείξανε π’ άνοιξε σαν µαγικό ριπίδι, που έκλεισε σάµπως πλανερή ουρά µυθικού παγονιού, µε χρυσοπράσινες ανταύγειες.
Χτυπώντας απ’ έξω απ’ τα παραπέτα της βάρκας, τίναξε πίδακες τους αφρούς και πισωγυρίζοντας σούφρωσε µε µύριους ρόχθους. Αναρρουφήχτηκε και γλίστρησε ολοσκότεινο πέρα απ’ τη θολούρα που άπλωνε απ’ την άλλη µπάντα της βάρκας αφώτιστη η σκιά του πανιού.
∆εύτερο, χειρότερο, ακολουθούσε, βουίζοντας, κι έκανε παιχνίδια µε τα φωτερά ξεφτίδια του φαναριού. ∆ίσταξε να χιµήσει κι ασώτευε τα καµώµατά του µπροστά στην πλώρη. Άνοιξε µια κατασκότεινη γλιστερή λακκούβα να παγιδέψει το λάιφ µποτ, να το φέρει µε τη µούρη εκεί µέσα. Ένας νερένιος τροχός τούς άνοιγε µιαν άβυσσο, µέσα σε µυριόχρωµες σκιές και φιδωτά σκοτάδια· σαλαγούσαν, µε βουητά, σάµπως τροµαγµένα γιδοπρόβατα, ροβολώντας σ’ άπατους γκρεµούς…
***
(…) «Διάβασα το βιβλίο σας μονορούφι και τώρα μόλις το τέλεψα. Σας γράφω για να σας πω όλη μου την ευγνωμοσύνη. Αψεγάδιαστη, αντρίκια γλώσσα, ύφος θαυμαστό· αρσενικό γράψιμο. Δεν του βρίσκω κανένα ψεγάδι κι η μονοτονία του μπορεί να πειράξει όσους αναζητούν στην τέχνη παρδαλές περιπέτειες και ερωτικούς ερεθισμούς, μου φαίνεται το πιο απαραίτητο τραγικό στοιχείο στο έργο σας αυτό, δίνει στη βάρκα της Θάλασσάς σας το πιο φριχτό, τραγικό μεγαλείο κι η βάρκα αυτή σιγά σιγά γίνεται η γης ολάκερη μέσα στην αστρική ερημιά του χάους που όλο κάνει νερά, κινδυνεύει και θέτει σε ακατάπαυστη, ανήλεη δοκιμασία, μέρα και νύχτα, την αντοχή της ψυχής μας».
Νίκος Καζαντζάκης
«Κανένας δικός µας συγγραφέας ως τα σήµερα δεν µας έχει δώσει κάτι πιο αλµυρό, πιο ταραγµένο και πιο ατίθασο. Είναι εκείνο που µας έλειπε ως τώρα: ο θαλασσογράφος µας».
Μενέλαος Λουντέµης
Στην ίδια σειρά κυκλοφορεί επίσης:

***
Τα σαγηνευτικά “αειθαλή” της Μαρίας Μοίρα, Αυγή Αναγνώσεις
(...) Η Θάλασσα του Κώστα Σούκα, στην πρώτη της έκδοση είχε λάβει εξαιρετικά ευμενή και επαινετικά σχόλια από συγγραφείς και κριτικούς (Καζαντζάκης, Λουντέμης, Μελισσάνθη, Μπαστιάς, Χουρμουζιάδης κ. ά.) για την «αντρίκεια» γλώσσα, το «αλμυρό» ύφος, το «αδρό» γράψιμο και την εγγενή δυνατότητα του κειμένου να διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, χωρίς ανούσιες αναδρομές, επινοήσεις εντυπωσιασμού και περιττούς συναισθηματισμούς. Στην εξιστόρησή του μια ομάδα δεκατριών ναυτικών, μετά από το τραγικό ναυάγιο και τη δραματική βύθιση του εμπορικού πλοίου στο οποίο επέβαιναν, θαλασσοδέρνονται στη μοναδική βάρκα που σώθηκε. Έξη ολόκληρα μερόνυχτα με ομίχλη, θυελλώδεις ανέμους και μια θάλασσα άγρια και ανήμερη να τους καταπιεί κάθε στιγμή, χαμένοι πέρα στο Μπέι Μπίσκι, παρασυρμένοι από γιγάντια κύματα σε δύσκολα και αφιλόξενα νερά, μακριά από τις στεριές και τις ρότες των άλλων πλοίων, παλεύουν μέρα και νύχτα με όλα τα στοιχεία της φύσης σε έναν υπεράνθρωπο αγώνα, όπου δοκιμάζονται οι σωματικές τους αντοχές και κυρίως το ψυχικό τους σθένος. Σχεδόν γυμνοί και βρεμένοι, με την παγωμένη ανάσα του Ατλαντικού να τους περονιάζει, χωρίς νερό και φαγητό, εξαντλημένοι από την πολυήμερη προσπάθεια αγωνίζονται να επιβιώσουν. Οι πιο αδύναμοι γίνονται ανάλγητοι και εξεγείρονται, λιγοψυχούν και παραιτούνται, καθώς παραδίνονται στον αβυσσαλέο τρόμο του επικείμενου θανάτου και μόνο όσοι καταφέρουν να διατηρήσουν την ψυχραιμία και την αλληλεγγύη, την αίσθηση του χρέους και της ευθύνης απέναντι στον εαυτό τους και τους άλλους συντρόφους, θα επιβιώσουν κρατώντας το πηδάλιο σταθερό μέχρι το τέλος. Μέχρι την ανατροπή και την διάλυση της βάρκας.
Και η συγκλονιστική περιπέτεια των ναυαγών στην «θαλασσογραφία» του Κώστα Σούκα με την αξιόπιστη ναυτική γλώσσα και την λιτή στιβαρή αφήγηση, γίνεται το αγωνιώδες ταξίδι όλης της ανθρωπότητας, ολόκληρου του κόσμου, προς την απώλεια και την καταστροφή ή την σωτηρία και τη λύτρωση. «Το μυαλό τους στάθηκε πιο πολύ στους χαμένους της βάρκας: στον μπάρμπα-Νικολό, στον Γιάκουμο, στον Παύλο, ιδίως στον διάολο-Τζερεμέ. Κι αυτούς και τους άλλους τους πήρε η απόχη της θάλασσας, της σκοτεινής και ανεξήγητης, το ίδιο ακατανόητης, σαν κι εκείνη την ολόβαθη που υπάρχει μέσα μας».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ,
Αυγή Αναγνώσεις, γράφει η Μ. Μοίρα (29/12/2024)
Βιβλιοκριτική της Χριστίνας Μουκούλη για την Bookpress
Η ψυχή απογυμνωμένη από κάθε τι επιφανειακό και ψεύτικο
(...) Πότε σταματά κάποιος να λειτουργεί σαν άνθρωπος; Πότε παύει να βλέπει τους άλλους γύρω του, και να νοιάζεται για την ύπαρξή τους; Πότε περνάει το όριο που τον χωρίζει από το κτήνος; Όταν το σώμα του δεν αντέχει άλλη καταπόνηση, όταν ο πόνος και η πείνα δεν υποφέρονται, όταν έχει χαθεί κάθε ελπίδα και υπάρχει μόνο ο φόβος. Τότε σταματούν τα πάντα και λειτουργεί μόνο το ένστικτο. Σε άλλους, αυτό συμβαίνει πολύ νωρίς, άλλοι αντέχουν λίγο παραπάνω. Υπάρχουν κι εκείνοι που αργούν πολύ να φτάσουν σε αυτό το σημείο, ή επιλέγουν, με όποιο κόστος, να μην φτάσουν ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Και οι επιβαίνοντες στην βάρκα, δεν ανήκουν όλοι στην ίδια κατηγορία ανθρώπων.
Σ’ αυτή την αναμέτρηση με τα στοιχεία της φύσης, στην ανήλεη πάλη με το νερό, μπολιάζει τόσο το νου των επιβαινόντων στη βάρκα ο τρόμος, που κάποιων οι καρδιές πετρώνουν και σταματούν να λειτουργούν σαν άνθρωποι. Η επιβίωση είναι το μόνο που τους απασχολεί. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επικρατεί όλων των άλλων. Δεν υπάρχει τιμή, ανθρωπιά, συμπόνοια, ενσυναίσθηση ή συντροφικότητα.
Ο τρόμος του θανάτου είναι εκεί, καραδοκεί στο σκοτάδι που με δυσκολία αντιπαλεύει το λαδοφάναρό τους, στην άβυσσο που χάσκει μπροστά τους κάθε φορά που το κύμα τους σηκώνει ψηλά, στη δύναμη των στοιχείων της φύσης που είναι όλα εναντίον τους. Ένας μουγγός τρόμος, που γίνεται απελπισία και απόγνωση. Στέκονται σχεδόν γυμνοί από ρούχα απέναντι στο κρύο, στη βροχή και στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, γυμνοί από δύναμη απέναντι στον φόβο του θανάτου. Ο φόβος τους πλέον έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Αγγίζει τα όρια της τρέλας.
Η σταδιακή αυτή μεταμόρφωση των ναυτικών, περιγράφεται με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία από τον συγγραφέα. Παρακολουθούμε την κλιμάκωση, την ένταση και την ταχύτητα της αλλαγής, ανάλογα με τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα και το ψυχικό του απόθεμα.
«Είναι κάτι φοβερές ώρες στη ζωή τ’ ανθρώπου!»
Το βιβλίο, είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των ναυτικών, των απλών ανθρώπων του λιμανιού, που μπαρκάρουν γιατί δεν έχουν άλλο τρόπο βιοπορισμού, που εξαρτούν τη ζωή τους από τις διαθέσεις της γοητευτικής αλλά και επικίνδυνης θάλασσας, η οποία αλλάζει πρόσωπα και διαθέσεις και απαιτεί το ολοκληρωτικό τους δόσιμο στα χέρια της. Το κείμενο ανήκει στο είδος του κοινωνικού ρεαλισμού, και απεικονίζει εμφατικά τη ζωή των ανθρώπων της εργατικής τάξης, και τον αγώνα τους για επιβίωση. Δεν υπάρχουν ήρωες, ρομαντισμοί ή μελοδραματικά στοιχεία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που οι καταστάσεις τους ωθούν στα άκρα, που δοκιμάζουν τις αντοχές τους, που καλούνται να δείξουν την ψυχική τους δύναμη, όταν ο φόβος και η απελπισία έχει κουρσέψει και έχει γυμνώσει την ψυχή τους. Όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη μοίρα τους και φτάνουν στα όριά τους.
Ο συγγραφέας κρατά ως το τέλος ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την αξιοθαύμαστη παραστατικότητα και τις γλαφυρότατες περιγραφές της καταιγίδας, της θαλασσοταραχής, του αγώνα των ναυτικών να μείνουν ζωντανοί. Αν και όλο το βιβλίο αναφέρεται στην εβδομάδα κατά την οποία οι δεκατρείς άντρες είναι μέσα στη βάρκα, παλεύοντας να επιβιώσουν και να μην τους καταβάλλει η μανία των στοιχείων της φύσης, αν και η κατάσταση που επικρατεί κάθε μέρα είναι σχεδόν η ίδια, αυτή λοιπόν την ίδια κατάσταση, ο συγγραφέας βρίσκει κάθε φορά άλλο τρόπο, διαφορετικό να την περιγράψει. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ανθρώπων του λιμανιού και το ιδιόλεκτο των ναυτικών, και, επιπλέον, δίνει την εντύπωση ότι κάποιες φορές εφευρίσκει δικές του λέξεις, μοναδικές, οι οποίες ταιριάζουν απολύτως σε αυτά για τα οποία θέλει να μιλήσει. Λέξεις επιλεγμένες προσεκτικά, λέξεις με πολλές παρηχήσεις, που και ο ήχος τους προσιδιάζει στον ήχο του νερού, της θάλασσας, του κυματισμού και της περιδίνησης. Λέξεις που φτιάχνουν εικόνες δυνατές, απόκοσμες, ποτισμένες ιδρώτα και αλμύρα, πείσμα και προσπάθεια, πόνο και αγωνία. Μια λεκτική θαλασσογραφία, ζωντανή, παλλόμενη, καθηλωτική. (...).
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Bookpress (02/01/2025)
Γράφει ο Γιώργος Λαουτάρης
Ζωή, Θάνατος Και Στη Μέση Θάλασσα
(...) Η νέα έκδοση του βιβλίου από τον Τόπο επαναφέρει στην προσοχή μας ένα σπάνιας ποιότητας κείμενο, δουλεμένο γλωσσικά με μαεστρία και με έναν εντυπωσιακό λεξιλογικό πλούτο, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα μια σπουδαία μελέτη στις ψυχικές παρορμήσεις που φέρνουν στην επιφάνεια ακραίες καταστάσεις επιβίωσης.
Το θέμα της θαλασσινής περιπέτειας γνωρίζουμε ότι συναρπάζει το κοινό από τον καιρό που η ποίηση ήταν αποκλειστικά προφορική, από τα βάθη δηλαδή της αρχαϊκής εποχής, πριν η περιπλάνηση του Οδυσσέα λάβει τη γραπτή μορφή που της έδωσε στο έπος του ο Όμηρος στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Στον ίδιο καμβά εντάσσεται και η σύντομη ιστορία του Κώστα Σούκα: Μια βάρκα με ένα πλήρωμα συντρόφων μέσα σε μια εχθρική θάλασσα έχει στόχο να επιστρέψει σπίτι. Βέβαια, αντίθετα με την προοικονομία των επών, δηλαδή τα σοφά ομηρικά προοίμια που γνωστοποιούσαν σαν σπόιλερ το τέλος της ιστορίας για να τονιστεί η πλάνη των ηρώων, η νουβέλα Θάλασσα ξετυλίγεται μέρα την ημέρα, καταφέρνει να κορυφώσει την αγωνία και να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό σασπένς που γυρνάει τις σελίδες λαίμαργα.
Οι αναπολήσεις των ανεμοδαρμένων ηρώων που λαχταρούν τον νόστο οδηγούν την αφήγηση στη στεριά όπου με τον ηθογραφικό ρεαλισμό του συγγραφέα γνωρίζουμε πολύ ιδιαίτερα μέρη και χαρακτήρες μιας άλλης εποχής, όπως την Νίτσα την παχιά ιερόδουλη που έγινε το απόλυτο απωθημένο ενός από τους ναύτες. Οι πρωταγωνιστές της θάλασσας ζουν μια ακραία εμπειρία, ο θάνατος τους ακουμπά και η απελπισία τους ωθεί σταδιακά στην αποανθρωποποίηση όταν εποφθαλμιούν να γδύσουν το πτώμα ενός πεθαμένου τους συντρόφου για να ζεσταθούν (...)
Ο αφηγητής του Κώστα Σούκα παρατηρεί τους χαρακτήρες έναν έναν, ψυχολογεί δίκαια και απροκατάληπτα με μια ψύχραιμη συμπάθεια προς το πολύπαθο πλήρωμα κι ας φανερώνουν ένα πολύ σκληρό πρόσωπο. Καθώς οι ναυαγοί βλέπουν από τη σωσίβια λέμβο το καράβι τους να βυθίζεται φλεγόμενο, ο αφηγητής παραθέτει έναν αξιοπρόσεκτο στοχασμό ...
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Γράφρι ο Γ. Λαουτάρης (02/02/2025)
|