Σεπτέµβριος 1925, µεσοπόλεµος. Κυνηγηµένη από χωροφύλακες, η συµµορία ληστών του Μάρκου Μπόµποτα, από τις τελευταίες που έχουν αποµείνει, βρίσκει καταφύγιο στο µοναστήρι της Παναγίας Πελεκητής. Μετά από αψιµαχία µε τον ηγούµενο υποχωρεί προς τα ορεινά Άγραφα για να γλιτώσει. Στο ταξίδι αυτό προς τη λύτρωση οι ληστές σπέρνουν αλόγιστα τον θάνατο. Παράλληλα τους καταδιώκει και το Τάγµα Κυνηγών που έχει ορίσει η κυβέρνηση Πάγκαλου για την πάταξη της ληστοκρατίας, το οποίο κυρίως πλιατσικολογεί και εκφοβίζει τα γύρω χωριά. Ο νέος νόµος που προβλέπει ότι κάθε ληστής που παραδίδει κεφάλι ληστή αποκτά αµνηστία περιπλέκει δραµατικά τις καταστάσεις.
Το ίδιο διάστηµα ένα σαρακατσάνικο τσελιγκάτο ακολουθεί αντίθετη πορεία, και από τα ορεινά Άγραφα κατεβαίνει προς τον κάµπο να ξεχειµωνιάσει, εκδιωγµένο από τους τσιφλικάδες που θεωρούν ότι οι νοµάδες καταπατούν τη γη τους. Στο δικό τους ταξίδι προς τη λύτρωση αντιλαµβάνονται ότι οι παλιοί σύµµαχοι έχουν γίνει πλέον εχθροί.
Η συνάντηση των ληστών µε το τσελιγκάτο θα αλλάξει τη ζωή όλων και θα τους υποχρεώσει να αντιµετωπίσουν την κοινή τους µοίρα: απόβλητοι, στο περιθώριο µιας κοινωνίας που πλέον δεν τους έχει ανάγκη.
Με φόντο τη χιονισµένη Καράβα και έναν κόσµο ξεχασµένο προ πολλού, ο Γιάννης Μόσχος στήνει ένα περιπετειώδες µυθιστόρηµα που το διαβάζουµε µε κοµµένη την ανάσα από την πρώτη σελίδα ως την τελευταία.
Έπος μιας ανιστόρητης εποχής (του Άρη Μαραγκόπουλου)
Ο Γιώργης Κατζάς ηρέμησε. Το πρόσωπο γαλήνεψε απ’ το σφίξιμο, το είδε η μάνα και χάρηκε, είπε, να, θα τον αφήκει τον γιο μου που αναστενάζει κάτω απ’ το μαχαίρι. Χαλάρωσε η λαβή, ξέφυγε απ’ τον λαιμό, τεντώθηκε το χέρι σαν να αγκαλιάζει το κεφάλι και με μια κίνηση έκοψε τον λαιμό του παιδιού, βάφοντας το σώμα του από το αίμα που πεταγόταν τρελό, βάφοντας τη διψασμένη από αίμα ψυχή του, βάφοντας και τη μάνα που όρμησε προς το κομμένο κεφάλι του παιδιού της σπαράζοντας. (Γ. Μ. Αμνοί και Λέοντες, σ. 130)
Ι. Υβριδικό μυθιστόρημα
Στο Αμνοί και Λέοντες, διαβάζουμε μια συναρπαστική page-turner περιπέτεια εποχής. Ένα ψυχολογικό δράμα που αναπτύσσεται στην περίοδο της φθίνουσας ληστοκρατίας στην Ελλάδα και της αντίστοιχης παρακμής των τσελιγκάτων (αρχές μεσοπολέμου), με ευδιάκριτα στοιχεία λαχανιασμένου θρίλερ και τρομακτικού γκόθικ. Ή, υπό διαφορετική τυπολογία, ένα ποιμενικό γουέστερν. Ή, σε άλλη ανάγνωση, μια απέραντη οικογενειακή saga. Θα δοκιμάσω να καταδείξω, ωστόσο, ότι αυτό το πυκνό, υβριδικό μυθιστόρημα που έχει ως αφετηρία τις ιστορικές ρίζες διαβίωσης / επιβίωσης του αγροτικού κόσμου, ενώ δυνάμει ανήκει σε όλα τα παραπάνω είδη, τα υπερβαίνει προς την κατεύθυνση ενός ηρωικούέπους.
ΙΙ. Νομοτέλεια: Μόχθος και Άχθος
Πώς κατορθώνεται αυτό; Πρώτα απ’ όλα με έναν άτεγκτο ρεαλισμό που παρακολουθεί την καθημερινότητα του αγροτικού βίου κατά τον σεβαστικό τρόπο των λαϊκών επών. Όπως εκεί έτσι και εδώ, παρακολουθούμε με κάθε λεπτομέρεια από το ξημέρωμα ως τη βραδυνή κατάκλιση, την καθημερινότητα των ηρώων όπου, ό,τι κι αν συμβαίνει στη διάρκειά της, ευχάριστο ή θλιβερό, ηθικό ή ανήθικο, δίκαιο ή άδικο, υποτάσσεται στην απαραβίαστη κανονικότητα της κοινότητας: ο καταμερισμός των αγροτικών εργασιών (με έμφαση στη φροντίδα των ζώων), η παρασκευή του καθημερινού φαγητού, το κοινό δείπνο, το διάβασμα των εποχικών φαινομένων, αυτά τα μικρά, πλην μεγάλα για τη συνέχιση της ζωής, πράγματα υφαίνουν τον χρόνο του αγροτικού βίου των ηρώων συγκροτώντας την ακατάλυτη νομοτέλεια της ζωής τους – όπου ο Μόχθος (για να εξασφαλιστεί το καθημερινό ψωμί της κοινότητας) και το Άχθος (επειδή αυτή η ανάγκη κατά κανόνα στριμώχνεται ως τα όρια του θανάτου), αποτελούν τα συστατικά της μέρη.
Ωστόσο δεν υπάρχει κανένας ψευδορομαντισμός εδώ, κανένα φολκλόρ, καμία νοσταλγία για τον «προκαπιταλιστικό τρόπο ζωής», καμία παραμορφωμένη, ειδυλλιακή περιγραφή της αγροτικής ζωής, καμία ροκοκό «ποιμενική συμφωνία». Αντίθετα κυριαρχεί η φροντισμένη απεικόνιση ενός σκληροτράχηλου βίου που ρυθμίζεται από τη ζωτική ανάγκη προστασίας των ζώων, από το ένστικτο επιβίωσης των κτηνοτρόφων («δεμένοι απ’ την ουρά της προβατίνας»), από τον Μόχθο και το Άχθος της κάθε μέρας στο βουνό και στον κάμπο.
ΙΙΙ. Ψυχισμός αγροτικής κοινωνίας
Σ’ αυτό το αυστηρά καθορισμένο, περίκλειστο κοινωνικό πλαίσιο η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν φυσιολογικά, περίπου όπως τα πλάσματα με τις ακαθαρσίες τους, ενώ το Καλό και το Κακό, το Δίκαιο και το Άδικο, το Ηθικό και το Ανήθικο ακριβώς λόγω αυτής της συνθήκης είναι απολύτως σχετικά: η δικαιοσύνη (που είναι πάντα του ισχυρού) αποδίδεται με αυτοδικία, η επίδειξη καλοσύνης (που σπανίζει) δεν πείθει ως προς τη γνησιότητά της, η ηθική (βασισμένη σε χοντροκομμένες αξίες) καταχωνιάζεται στα βάθη της ασύνειδης ψυχής, η ανηθικότητα επιδεικνύεται με αλαζονεία, η αγάπη αποκρύβεται για να μην μαρτυρήσει την αδυναμία της. Ιδού με ποιον τρόπο η κοινωνική συνθήκη καθορίζει εν πολλοίς την ψυχολογία αυτών των ακατέργαστων ανθρώπων. Αντίθετα προς τα στερεότυπα των ιστορικών επών που ολοκληρώνονται πρωτίστως με τα πολεμικά κλέα μυθικών ηρώων, το παρόν έργο κατακτά τις επικές διαστάσεις του πέρα από το πεδίο των «μαχών», χάρη σε μια γενναία καταβύθιση στο ψυχικό υπόβαθρο των «ηρώων», ανθρωποτύπων που συγκροτούν την ιστορική, μυθική, λαϊκή βάση αυτής της χώρας.
Εδώ, σ’ αυτό το ορεινό βασίλειο της σχετικότητας των ηθικών αξιών την ψυχοσύνθεση των ηρώων χαρακτηρίζει η άγρια, ξέφρενη βία που μάλιστα εκδηλώνεται με τέτοιο ασυλλόγιστο πνεύμα και σε τέτοια έκταση (γεγονός, παρεμπιπτόντως, που ως ένα σημείο, εξυπακούει την αποδοχή της από την ντόπια αγροτική κοινωνία) ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι αυτοί οι ανεξέλεγκτης βαρβαρότητας ληστές των ορέων είναι ούτε λίγο ούτε πολύ εκτελεστές μιας ανομολόγητης, μεταφυσικής συμφωνίας με τον Θάνατο: το λαρύγγι ενός μισοπαγωμένου πουλιού υποτάσσεται στην ίδια θανάσιμη μοίρα με εκείνο μιας ανήμπορης γριάς, οι κεφαλές των αδύναμων ή απλώς άτυχων θυμάτων μακελεύονται με την ίδια ευκολία (και την ίδια τεχνική…) που σφάζεται μια όρνιθα, τα σωθικά τιμωρημένων αντιπάλων σκίζονται και εκτίθενται ξανά και ξανά σε κοινή θέα ως …συκωταριές κι ένας λήσταρχος ξεριζώνει την καρδιά του προδότη συντρόφου του (η αναφορά σε γκόθικ καταστάσεις στην αρχή του κειμένου δεν ήταν τυχαία) ως μεζέ για το βραδυνό κρασί του!
ΙV. Επική σύγκρουση
Ο (ληστρικός) νόμος της Βίας απ’ τη μια, η νομοτέλεια του Μόχθου και το Άχθους (στη νομαδική κοινότητα του σαρακατσάνικου τσελιγκάτου) απ’ την άλλη – αυτές είναι οι αντίπαλες κοινωνικές δυνάμεις στο Αμνοί και Λέοντες. Καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι σε θέση να διακρίνει ότι όσο περισσότερο διασταυρώνονται, περιπλέκονται, συγκρούονται μεταξύ τους, τόσο περισσότερο προσεγγίζουν η μία την άλλη. Κανένα υποκείμενο, κανένας ήρωας από τα δύο μέρη δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι όλοι τους βρίσκονται παγιδευμένοι στα ίδια γρανάζια της Ιστορίας. Κι είναι αυτή η τραγική συνθήκη του κατεξοχήν πατριαρχικού κόσμου της εποχής (η γυναίκα για να επιβιώσει δίχως τον άντρα της υποχρεώνεται να μεταμορφωθεί σε άντρα – αφέντη) που προσδίδει στη σύγκρουση των δύο πλευρών επικές διαστάσεις.
Επικές διαστάσεις, όμως, αποκτά μια ιστορία όταν καταφέρνει να εκπέμψει ανθρώπινο μεγαλείο μέσα από τις πιο ταπεινές συνθήκες του βίου όπως, εν προκειμένω, μέσα από την εξάρτηση των ηρώων από την περιβάλλουσα φύση. Τα ζώα, τα νερά, τα δέντρα, τα βουνά, ο ήλιος, η βροχή, το χιόνι στο Αμνοί και Λέοντες δεν αποτελούν άψυχες εικόνες κάποιας ρωπογραφίας, μοιράζονται με τους ήρωες την αποφορά του σάπιου αίματος και του λερού ρούχου, την αψάδα του άγουρου καρπού, τη ζωτική ανάγκη της πείνας και του ύπνου, συντροφεύουν παρηγορητικά τη θλίψη, τον κάματο, τον αβάσταγο πόνο τους. Όσο η ιστορία ξετυλίγεται στα πεδινά και σε ομαλές καιρικές συνθήκες ο αναγνώστης αισθάνεται μαζί με τους ήρωες την ασφάλεια και την ευφροσύνη της θορυβώδους θάλλουσας φύσης, «ακούει» τα πουλιά και το κελάρυσμα των νερών, «νιώθει» τη δροσιά στο χορτάρι, «μυρίζει» τα ζώα, όσο οι ήρωες προχωρούν στα ορεινά, το παχύ χιόνι πλακώνει τα πάντα, οι μυρωδιές λιγοστεύουν, η φύση σωπαίνει κι ο αναγνώστης αισθάνεται να τον διαπερνά το ρίγος της παγωμένων πλασμάτων.
Αυτή η συμβολική συνθήκη στενού εναγκαλισμού ανθρώπου και φύσης αποτελεί συστατικό κάθε έπους. Εδώ το κάθε τι, το πιο απλό γεγονός (π.χ. το άναμα μιας φωτιάς), το πιο σύνθετο (π.χ. η εμπειρική, χειρουργική επέμβαση του όγκου στο κεφάλι μιας προβατίνας) αλλά ακόμα και το πιο ακραίο (π.χ. οι αποκεφαλισμοί, τα ξεντεριάσματα), μεταφέρει μια άγρια, μεγαλειώδη ομορφιά που «δι’ ελέου και φόβου» λυτρώνει τον αναγνώστη. Στο έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα έχουμε ξαναδεί να μεταγράφεται το ιστορικό γεγονός σε έπος μέσα από αντίστοιχη τεχνική: αναφέρομαι στον Νίκο Καζαντζάκη. Αγνοώ αν ο συγγραφέας έχει μελετήσει το έργο του Κρητικού. Αφήνω στον αναγνώστη να διαπιστώσει τις ομοιότητες.
V. Κινηματογραφική εποποιΐα
Στο επίπεδο της δομής το έργο υπακούει σε ένα εμφανές κινηματογραφικό σχέδιο. Τα κεφάλαια σκηνοθετούνται ως σκηνές, οι υπότιτλοι σε κάθε κεφάλαιο υπογραμμίζουν τις πιθανές σεκάνς, η κίνηση άλλοτε εξασφαλίζεται με πολύ γρήγορα πλάνα σε βαθμό που αιφνιδιάζει, άλλοτε παγώνει, όπως σε πλάνο του Αγγελόπουλου. Η δράση αδιάλειπτη, συνεχής, κλιμακώνεται μαστορικά από σκηνή σε σκηνή, οι ανατροπές μέχρι και τη λέξη «τέλος», διαρκείς και απροσδόκητες. Τρεις πρωταγωνιστικές φιγούρες, τρία ψυχολογικά πορτρέτα, πλαισιωμένα από πλήθος δευτεραγωνιστών και κομπάρσων, στηρίζουν μέσα από τη σύγκρουσή τους τη σεναριακή ανάπτυξη αυτού του έπους: ο σκληρόκαρδος τσέλιγκας Μήτρος που δεν ξέρει πώς να δώσει αγάπη, ο μετριοπαθής, «ανθρώπινος» ληστής Γκαντάνης και ο εκφραστής του απόλυτου Κακού, ο λήσταρχος Ζίτσας.
Υπάρχουν σκηνές σ’ αυτή την «κινηματογραφική εποποιΐα» που θα σφραγίσουν τη μνήμη του αναγνώστη πολύ καιρό αφού κλείσει το βιβλίο. Η μεγαλοπρεπής εικόνα με το κοπάδι τα σκιαγμένα πρόβατα που με επικεφαλής το αγριεμένο κριάρι ορμάνε αυτοκτονικά στα ορμητικά νερά του ποταμού για να αποφύγουν τους ξένους (σ. 110-11)· η άλλη, με τη δραματική συνάντηση του πενθούντος τσέλιγκα Μήτρου με τον χωλό γιο του σε μια χιονισμένη σπηλιά των Αγράφων, σε εκπληκτική αντιστοιχία προς την περίφημη αναγνώριση του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο (Οδύσσεια π, 213-218: …ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ᾿ ἵμερος ὦρτο γόοιο: κλαῖον δὲ λιγέως, ἀδινώτερον ἤ τ᾿ οἰωνοί, φῆναι κλπ.)· τέλος, οπωσδήποτε, οι δραματικές σκηνές (κεφ. 26, 27, 28) που κλείνουν το έργο ως αρχαία τραγωδία.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα γι’ αυτό το μυθιστόρημα που με αιφνιδίασε ευχάριστα. Ο Γιάννης Μόσχος δεν χρειάζεται συστάσεις. Έχει ήδη γράψει δύο αξιοδιάβαστα αστυνομικά μυθιστορήματα, αμφότερα με κοινωνικές προεκτάσεις: Τοκορόρο (2019), Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι(2021). Το Αμνοί και Λέοντες ανοίγει νέο ορίζοντα προσδοκιών. Ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει και, οπωσδήποτε, θα το απολαύσει.
Aκούστε εδώ τη συνέντευξη του συγγραφέα στην εκπομπή Πολιτισμένα με την Ιωάννα Ταραμπίκου στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ (24.05.2025 στο 1:21:00) και εδώ τη συνέντευξη στην εκπομπή Ντάμες Σπαθί με την Ελεονώρα Ορφανίδου και την Ελευθερία Κουμάντου, στον Αθήνα 9,84 (20.05.2025). Διαβάστε εδώ την παρουσίαση του μυθιστορήματος από τον Άγγελο Χαριάτη στο fractal.gr (20.5.2025).
Παρακολουθήστε εδώ την παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γιάννη Μόσχου με ομιλητές τον Ανδρέα Αποστολίδη και τον Άρη Μαραγκόπουλο, στο πλαίσιο του 6ου Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας Agatha τη Δευτέρα 12.05.2025 στο Omikron2.