1η έκδοση: Απρίλιος 2025
Εξώφυλλο & Δελτίο τύπου
...και νάρχεται η µνήµη ολοζώντανη και ο νους
να γίνεται φωτεινή οθόνη, να προβάλλει εικόνες
και στιγµές που κρατήσανε για πάντα.
Ο Φαέθοντας ήταν ζωηρός και ζόρικος από µικρό παιδί. Τον έτρωγε ο δαίµονας. Έκανε τη δικιά του «έφοδο στον ουρανό», γαντζωµένος σε ένα αερόστατο, κι από τότε του έµεινε το παραγκώµι «Ο Αερόστατος».
Τον πρώτο χρόνο της χούντας, πέρασε στο πανεπιστήµιο και εισήλθε σε έναν άλλο κόσµο, εκείνον του φόβου, των απαγορεύσεων και της τροµοκρατίας. Το ζοριλίκι του έγινε θάρρος, τόλµη και πίστη στην ελευθερία.
Ζώντας στο κέντρο της Αθήνας, έµαθε την ιστορία της, δέθηκε µε τους ενεργούς πολίτες της, πάλεψε µαζί τους για να αποτραπεί η επερχόµενη µετάλλαξη, το ξεπούληµα και η καταστροφή της γειτονιάς του, της χώρας ολόκληρης.
Ο Φαέθοντας µεγαλώνοντας δεν έπαψε να ονειροβατεί αλλά και να ψάχνει τον κρυφό τόπο, εκείνον όπου η απιστία γίνεται πίστη στον έρωτα και στη ζωή, η ήττα γίνεται νίκη· καθότι γνωρίζει πως πάντα το παιχνίδι κερδίζει και ο έρωτας κι όταν χάνει βγαίνει κερδισµένος.
Σηµερινή ηρωίδα του γίνεται η Μαρία, η οποία έκανε σπίτι της το πεζοδρόµιο στη γωνία Σπυρίδωνος Τρικούπη και Δεληγιάννη, στα Εξάρχεια. Ταυτόχρονα, ανασύρει από τη λήθη την τραγική µορφή της καπετάνισσας ∆όµνας Βισβίζη, η οποία «βγαίνει» από τη µαρµάρινη προτοµή της ως «πάµφτωχη των θαλασσών» για να συναντήσει, κάτω από το άγαλµα της προστάτιδας Αθηνάς, στο Πεδίον του Άρεως, την άστεγη Μαρία των Εξαρχείων.
Ο συγγραφέας, έχοντας ως παρακαταθήκη την κραυγή του πατέρα του «Το καίω, δεν το παραδίνω», πασχίζει να φωτίσει τα σκοτάδια που απλώνονται γύρω µας φανερά αλλά και τα τείχη που ανεπαισθήτως υψώνει ο καταναλωτικός πολιτισµός της βαρβαρότητας.
Γαντζωμένος σε ένα αερόστατο
Ο Δημήτρης Παπαχρήστος γράφει για το καινούργιο του βιβλίο «Ο Αερόστατος»
Ενα βιβλίο είναι η ζωή μας. Χωρίζεται σε επιμέρους βιβλία που περνάνε από διαφορετικά στάδια και εποχές μέσα από γεγονότα και καταστάσεις κοινωνικές, πολιτικές αλλά και βιωματικές. Το γράψιμο είναι η ανάσα μου, η τροφή μου και η ασπίδα προστασίας σε ό,τι μας βομβαρδίζει καθημερινά: στους πολέμους, στη φτώχεια, στον σφετερισμό των κοινών αγαθών, στον πολιτισμό της υπερκατανάλωσης και της βαρβαρότητας. Είναι μια μορφή ανυπακοής και αντίστασης, ψυχή τε και πνεύματι, σε κάθε μορφή εξουσίας. (...)
Η μυθιστορηματική ποίηση γίνεται ανορθολογική, κόρη λυγερή, χορεύει σε τεντωμένο σχοινί και φέρνει στα συγκαλά της τη λογική. Δεν ξέρω αν «Ο Αερόστατος» είναι μυθιστόρημα, μυθιστορία ή ιστορία. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι αληθινά γιατί η πραγματικότητα ξεπερνάει και την πιο ευφάνταστη φαντασία…
Διαβάστε το άρθρο εδώ
Εφ. Συντακτών 28/05/2025
Γράφει η Σταυρούλα Ματζώρου για την Εφημερίδα των Συντακτών
«Ο Αερόστατος» που απογειώνεται από τον τόπο μας
Ο καλός γραφιάς και δημοσιογράφος επανέρχεται με μια νέα ημι-αυτοβιογραφική αφήγηση με ήρωα τον ανυπότακτο «Φαέθοντα» που ονειρεύεται απελευθερωτικά πετάγματα
(...) Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας του βιβλίου λέγεται Φαέθοντας, όπως ο γιος του Ηλιου και της Κλυμένης που κατά τη μυθολογία άρπαξε το άρμα του πατέρα του για να το οδηγήσει ο ίδιος, αλλά τρόμαξε τόσο πολύ που έχασε το κουμάντο, η γη απειλήθηκε με καταστροφή και το μικρό κλεφτό ταξίδι «άνοιξε» τις πύλες του Κάτω Κόσμου για τον ηνίοχο.
Αλλη η τύχη του Φαέθοντα του μυθιστορήματος-εξιστόρησης και ευτυχώς η ομοιότητα περιορίζεται αρχικά σε παιδικές ζαβολιές και αταξίες και με τα χρόνια σε επιθυμία για απελευθερωτικά πετάγματα που μπορεί κανείς να τα καταλάβει μόνο βλέποντας τον Παπαχρήστο να θεορατεύει, να γιγαντώνεται όταν σηκώνει τα χέρια για να χορέψει κάποιο ζεϊμπέκικο.
Ο Φαέθοντας λοιπόν του βιβλίου έχει μεγαλώσει πια και αναμετριέται με τη ζωή του, με τις αναμνήσεις του, με τη δική του αλήθεια που «μοιάζει με το νερό: παίρνει το σχήμα του δοχείου που το περιέχει» (Ιμπν Χαλντούν). Η πρώτη στάση των αναμνήσεων είναι η μάνα και η γλύκα με την οποία τον καλούσε κοντά της για να του μιλήσει, να του εξιστορήσει τα γεγονότα του χωριού αλλά και να τον μαλώσει που τη λαχτάριζε με τις αποφάσεις του. Ηταν το «ζόρικό» της, το «μουρλοσκοτωμένο» της.
Το μικρό της, που το είδε να κρέμεται από ένα αυτοσχέδιο αερόστατο που ανέβαινε κατά τον ουρανό, έναν φίλο του από κάτω να του φωνάζει «άσ’ το και πήδα», όλο το χωριό να κοιτάζει ψηλά, ώσπου να γίνει το θαύμα και να προσγειωθεί ο «Αερόστατος», πια, σε σπαρμένο σιτάρι.
Ο Φαέθοντας «δεν χόρταινε τη ζωή, της έτρωγε τα σπλάχνα, είχε μέσα του έναν κρυμμένο αετό, δεν καταλάβαινε, ούτε ήθελε να παραδεχτεί πως μεγάλωνε, γιατί έπασχε από την αρρώστια της νιότης…».
Για να σπουδάσει ήρθε στην Αθήνα, εκείνα τα χρόνια που «εξεγέρθηκε η νιότη» κι ήταν εκείνο το βράδυ που καλούσε σε ξεσηκωμό από τα μικρόφωνα του Πολυτεχνείου. Αγάπησε με πάθος αυτήν την πόλη, με όλη του την καρδιά, που λίγο έλειψε να τον προδώσει πριν από καιρό, αλλά «η μηχανή δεν νέκρωσε εντελώς, σου δόθηκε η χάρη να γράψεις και να ολοκληρώσεις το βιβλίο της συμπυκνωμένης ζωής…», του είπε ο γιατρός.
Κι άρχισαν οι βόλτες, το περπάτημα για την καρδιά, και ο Φαέθοντας να παρατηρεί τα πάντα και να τα ψάχνει, να τα κάνει γνώση, να μαζεύει εικόνες, όπως της ρακοσυλλέκτριας Μαρίας, που κάθισε κοντά της για να μάθει την ιστορία της και το μόνο που του ζητούσε ήταν ο «μαυρούκος» της.
Να «καταγράφει τα αγάλματα και να κατσαδιάζει τον εαυτό του αν για κάποιο δεν ήξερε την ιστορία του, όπως για της Δόμνας Βισβίζη, της «κυράς των θαλασσών». Να σκέφτεται τον φίλο του τον ποιητή που καρφίτσωνε τα ποιήματά του στα φύλλα της συκιάς…
Εντούτοις οι αγαπημένες του στάσεις ανέκαθεν ήταν τα καφενεία, εκεί όπου η καθημερινότητα γίνεται γκρίνια, αλλά και βαθύ παράπονο, το παρελθόν θεόρατο, η νεότητα αδρανής και αδιάφορη. Εκεί που τα πόδια δεν αντέχουν στις πορείες διαμαρτυρίας, εκεί που η φωνή για τους πολέμους και τις σφαγές γίνεται χαμένος αντίλαλος στους τέσσερις τοίχους. Εκεί που οι θαμώνες συνειδητοποιούν πως ήταν βουνά και ο χρόνος τούς έκανε γαρμπίλι για να στρωθούν καινούργιοι δρόμοι.
Κι είναι βαθιά συγκινητική η στιγμή που αποχαιρετιούνται λέγοντας με μια χροιά ερωτήματος στη φωνή: «Τα λέμε αύριο».
Το βιβλίο του Παπαχρήστου περνάει από τις στιγμές μας, από τις γειτονιές μας και αφήνει μια υπόσχεση ότι θα τον ανταμώσουμε ξανά σύντομα τον συγγραφέα αφού δεν μας φανέρωσε σε τούτες τις σελίδες ποια ήταν αυτή η Θεώνη που βγήκε σε παραμιλητό από τα όνειρά του;
Διαβάστε το άρθρο εδώ
γράφει η Σταυρούλα Ματζώρου
Εφ. Συντακτών 30/05/2025
Βιβλιοκριτική της Μάγδας Παπαδημητρίου - Σαμοθράκης για το Bookia.gr
(...) μια βαθιά πολιτική αφήγηση που αντλεί έμπνευση από τις γειτονιές της Αθήνας και τις ανθρώπινες ιστορίες που τις διατρέχουν. Συνδέει το παρόν με το παρελθόν, φωτίζει τις αθέατες πλευρές της κοινωνίας μας, μας γεμίζει νοσταλγία, δεν φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, μας μπολιάζει με συναισθηματική φόρτιση και κοινωνική ευαισθησία, προσφέροντας μας μια στοχαστική ματιά στην καθημερινότητα και την ιστορική μνήμη. Και σ’ αυτό το βιβλίο ο Δημήτρης Παπαχρήστος, θαρρείς πως θέλει να προλάβει να τα διηγηθεί όλα για την πολυκύμαντη ζωή του, δεν επαναλαμβάνεται και μας πισωγυρίζει στον χρόνο. Το τότε και το τώρα. Η γραφή γίνεται τελετουργία ανάκλησης: το παλιό σώμα συναντά το σημερινό, η φωνή του παιδιού αντηχεί μέσα στο στόμα του ενηλίκου, και κάτι από τη σιωπή μετατρέπεται σε ψίθυρο. Ο Φαέθοντας ο ήρωάς του, προφανώς είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως υποψιάζομαι από το βιβλίο του,ήταν ζωηρός και ζόρικος από µικρό παιδί. Τον έτρωγε ο δαίµονας. Έκανε τη δικιά του «έφοδο στον ουρανό», γαντζωμένος σε ένα αερόστατο, κι από τότε του έµεινε το παραγκώµι «Ο Αερόστατος». Γράφει σελίδα 17: Ο Φαέθοντας μόλις τελείωσε το σχολείο, για να μη φυλάει πρόβατα και οργώνει με το άλογο χωράφια, όπως τον απειλούσε ο πατέρας του, πέτυχε στις πανελλήνιες εξετάσεις και βρέθηκε να σπουδάζει στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Εμπορική, μόλις η χούντα είχε μπει στο πρώτο έτος της. Εισήλθε σε ένα άλλο κόσμο, του φόβου, των απαγορεύσεων και της τρομοκρατίας που δεν τα είχε νιώσει στο χωριό του». Το ζοριλίκι του έγινε θάρρος, τόλµη και πίστη στην ελευθερία. Ζώντας στο κέντρο της Αθήνας, έµαθε την ιστορία της, δέθηκε µε τους ενεργούς πολίτες της, πάλεψε µαζί τους για να αποτραπεί η επερχόµενη µετάλλαξη, το ξεπούληµα και η καταστροφή της γειτονιάς του, της χώρας ολόκληρης. Μεγαλώνοντας δεν έπαψε να ονειροβατεί αλλά και να ψάχνει τον κρυφό τόπο, εκείνον όπου η απιστία γίνεται πίστη στον έρωτα και στη ζωή, η ήττα γίνεται νίκη•καθότι γνωρίζει πως πάντα το παιχνίδι κερδίζει και ο έρωτας κι όταν χάνει βγαίνει κερδισµένος. Ο συγγραφέας, έχοντας ως παρακαταθήκη την κραυγή του πατέρα του «Το καίω, δεν το παραδίνω», πασχίζει να φωτίσει τα σκοτάδια που απλώνονται γύρω µας φανερά αλλά και τα τείχη που ανεπαισθήτως υψώνει ο καταναλωτικός πολιτισµός της βαρβαρότητας.
Παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη/αναγνώστρια και τους περπατά στο χωριό του από όπου ξεκίνησε. Μας ταξιδεύει μετά στην Αθήνα όπου μιλά για τη ντοπιολαλιά και τους ιδιωματισμούς του τόπου του που ψιλοντρεπόταν στην αρχή για την προφορά του αλλά μετά γράφοντας ένιωσε περήφανος. Αυτό το νιώσαμε όλοι σχεδόν που κάναμε τούτη τη μετάβαση. Μας συστήνει τους φίλους του Αντώνη και Γιώργο όπου μαζί ξετυλίγουν τη μνήμη, αλλά και συζητούν για τα επίκαιρα. Μαζί ξετυλίγουν τα γεγονότα όπως του Μάη του 68, του Βιετνάμ, της Πολιτιστικής επανάστασης, της κομμούνας του Παρισιού, του Πολυτεχνείου, της Κύπρου και πολλά άλλα. Άλλωστε «ο έρωτας είναι μια δύναμη επαναστατική του ανθρώπου που μπορεί να θανατώσει τον θάνατο όπως ακούστηκε τον Μάη του 68» όπως γράφει στη σελίδα 9 Και για την παρανομία: «Το ένα τέταρτο-πέμπτο της δισυπόστατης ύπαρξης μας το ζήσαμε μέσα στη ψευδόμενη αλήθεια και το περάσαμε στην παρανομία, καθότι την κάνει πιο νόστιμη» Ενώ στη σελίδα 27 γράφει πως: «Η κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία φτάνει να θέλεις και να πιστεύεις για νέες ήττες, για νέες συντριβές, για όσα ποθείς μονάχα να αξίζει να παλεύεις. Ποτέ δεν είναι αργά. Μην πει κανείς ποτέ, ποτέ» (...)
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Γράφει η Μ. Παπαδημητρίου -Σαμοθράκη 03/06/2025
|