1η έκδοση: Οκτώβριος 2009
Επίμετρο: Αμπάς Μαρουφί
συγγραφέας του βιβλίου Το σώμα του Φαρχάντ, Τεχεράνη 1995.
Υπάρχουν στη ζωή πληγές που μέσα στο σκοτάδι κατατρώγουν αργά, σαν τη λέπρα, την ψυχή.
Αυτά τα βάσανα δεν μπορείς να τα μοιραστείς με κανέναν. Γιατί οι άλλοι δεν πιστεύουν σε τέτοια πάθη ή τα θεωρούν παραξενιά. Κι όταν κάποιος τα περιγράφει ή μιλάει γι’ αυτά, προσπαθούν να προσπεράσουν αυτή την εξιστόρηση με ένα χαμόγελο αμφιβολίας και χλευασμού, επειδή αυτό επιβάλλουν οι επικρατούσες απόψεις ή οι δικές τους πεποιθήσεις. Γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν βρει ακόμη φάρμακο γι’ αυτά τα βάσανα. Το μόνο γιατρικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να ψάχνεις τη λησμονιά στο κρασί και στον τεχνητό ύπνο που προσφέρει το όπιο ή άλλα ναρκωτικά. Δυστυχώς όμως η επίδραση αυτών των γιατρικών είναι σύντομη. Αντί να ηρεμήσουν, οι πόνοι γυρνούν και πάλι ύστερα από λίγο, ακόμα σφοδρότεροι…
Η Τυφλή Κουκουβάγια γράφτηκε το 1936-37 και εκδόθηκε σε 50 αντίτυπα στη Βομβάη της Ινδίας με έξοδα του συγγραφέα και τη σημείωση: «Απαγορεύεται η εκτύπωση και διανομή στο Ιράν».
Είναι ίσως το σημαντικότερο μυθιστόρημα της περσικής λογοτεχνίας κατά τον εικοστό αιώνα.
Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε ταινία το 1987 από τον γνωστό Χιλιανό σκηνοθέτη Ραούλ Ρουίζ.
Ένας ζωγράφος ζει μακριά από όλους. Για να ζήσει ζωγραφίζει ξύλινες κασετίνες για πένες, που έχουν πάντα το ίδιο μοτίβο: ένα κορίτσι με μακρύ φόρεμα προσφέρει σε έναν σκυφτό γέρο ένα λουλούδι, ένα χωνάκι. Μια μέρα έρχεται ο θείος του ζωγράφου από την Ινδία, να τον επισκεφτεί. Το μόνο που έχει να του προσφέρει είναι ένα σταμνί παλιό κρασί. Ανεβαίνει στο σκαμνί να το πάρει και τότε βλέπει... «έναν σκυφτό γέρο να κάθεται κάτω από ένα κυπαρίσσι, στην αλάνα πίσω από το σπίτι. Μπροστά του στεκόταν ένα νεαρό κορίτσι – όχι, ένας άγγελος εξ ουρανού. Έσκυψε και του πρόσφερε με το δεξί της χέρι ένα μοβ χωνάκι, ενώ ο γέρος έτρωγε το νύχι από τον δείκτη του αριστερού του χεριού».
Η Τυφλή Κουκουβάγια είναι μια «καφκική» ιστορία για τη μοναξιά του ανθρώπου, ενός ανθρώπου που ερωτεύεται ένα πλάσμα της φαντασίας του. Μηχανεύεται λοιπόν μια σκιά, τη δική του σκιά. Μες στο ντελίριο του οπίου και του κρασιού θα της εκμυστηρευτεί την ανάγκη για τρυφερότητα και ομορφιά, την αποστροφή του για τον όχλο και τον Θεό, την άγρια δολοφονία της γυναίκας του, της «τσούλας»...
Ορισμένοι μελετητές συγκρίνουν αυτή τη νουβέλα με τα Σημειωματάρια του Μάλτε Λάουριτζ Μπρίγκε του Ρίλκε κυρίως ως προς την ποιητικότητα του κειμένου και τις σταθερές αναφορές στο παρελθόν, τη μοναξιά, τον φόβο και τον θάνατο.
"Ο σφαγέας του ονείρου και της πραγματικότητας"
Υπάρχουν μυθιστορήματα που διαβάζονται γραμμικά. Στο τέλος της ευθείας, αν έχει τύχη καλή ο συγγραφέας, εγκαταλείπονται οριστικά. Υπάρχουν αλλά που η ανάγνωσή τους εντυπώνεται στον νου. Συνεπαρμένοι απ' το στροβιλώδες άρωμα που αναδίδουν, διαγράφουμε κύκλους μέσα στα τοπία της ψυχής που υπαινίσσονται. Η αναγωγική, αναλυτική, κριτική προσέγγισή τους είναι έργο φυγόπονο γιατί τα κομματιάζει απρόσκοπτα. Εκείνα απλά υπάρχουν όπως τα φυσικά αντικείμενα γύρω μας. Επιστρέφουν όταν επικαλούμαστε τους κόσμους τους, και προτού γίνουν ξανά σιωπηλοί μας συνακόλουθοι στον κόσμο της ζωής, μετασχηματίζονται ξαφνικά σε ενεργούς ήρωες του πάθους που μας κατακλύζει ή μας υπομένει. Ένα τέτοιο έργο καθαρής δημιουργικής πνοής είναι η Τυφλή Κουκουβάγια του Χενταγιάτ.
Βασίλης Ζηλάκος, Ελευθεροτυπία, "Βιβλιοθήκη", 16.03.10
Διαβάστε στον Οδηγό Ανάγνωσης τις συγκλονιστικές πρώτες σελίδες της Τυφλής κουκουβάγιας, την εξαιρετική κριτική του Σπύρου Γιανναρά στην Καθημερινή καρώς και το πολυσέλιδο άρθρο του Β. Ζηλάκου στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας.
|