1η έκδοση: Νοέμβριος 2010
[…] Οι γυναίκες αξία δεν είχαμε. Σκολείο δεν πηγαίναμε. ’γω έμαθα γράμματα στα κρυφά. Επήγαινα τον αδερφό μου και στερνά καθόμουνα κάτω απ’ τ’ ανοιχτό παραθύρι να μη φαίνομαι κι άκουγα το δάσκαλο. Μοναχή μου, χάιντε, χάιντε, έμαθα. Να γράφω και να διαβάζω. Αντίς όμως για υπογραφή έβανα σταυρό. Έλεγα «καλύτερα να μη σε ξέρει ο άλλος, τι είσαι, τι δεν είσαι». Ετήραγα την κυρία Ανδρομάχη και την εζήλευα. Είχε ανάστημα. Εψώνιζε στα μανάβικα κι άμα της εδίνανε σκάρτο πράμα, τους το γύριζε πίσω. Είχε δικό της καπελάδικο. Επήγα κι εγώ κι έμαθα την τέχνη. Εδούλεψα. Έκαμα και κομπόδεμα. Ήθελα να ‘χω εφόδια. Να μη βρίσκομαι στην ανάγκη τ’ αντρός μου. Με το χέρι απλωμένο. Είναι μεγάλη σκλαβιά η ζητιανιά. Κι ας είν’ κι απ’ τον άντρα σου. Θέλει σε κρατάει, θέλει σε διώχνει. ‘Κείνος κάνει το κουμάντο…
_____________________________________
Μεσοπόλεμος, δεύτερη σταφιδική κρίση. Η Ζαννιά Κότσικα εγκαταλείπει το χωριό της στην ορεινή Αρκαδία κι έρχεται με τον άντρα της στην Αθήνα για να βρει καλύτερη τύχη. Η δύσκολη επιβίωση στην πόλη, η σκληρή πολιτική συγκυρία από την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία έως και την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο, την υποχρεώνουν, όπως χιλιάδες άλλους αφανείς μάρτυρες της εποχής (μάρτυρες με όλες τις έννοιες του όρου), να σκληρύνει, να μάθει, να αντέξει παντοία δεινά, να γίνει σοφότερη, κρατώντας αρχές και αξιοπρέπεια στο ακέραιο. Κρατώντας όμως ταυτόχρονα και μια γλώσσα κοφτερή, δωρική, σαφέστατη και τολμηρή όταν αναφέρεται στα του βίου της. Μια γλώσσα και έναν λόγο που λάμπει όπως η καλύτερη λογοτεχνική γλώσσα. Έναν λόγο αριστουργηματικό, έκφραση όλων των γυναικών της εποχής – και παραδειγματικό για τη λογοτεχνία.
Η Ζαννιά Κότσικα είναι η γυναικεία φωνή μιας ολόκληρης εποχής. Διαθέτει υψηλή πολιτική διαίσθηση και διεκδικεί, μεταξύ των άλλων, τη χειραφέτησή της.
H Ζαννιά με τον άντρα της και την πεθερά της όταν φθάνουν στην Αθήνα το 1932
Τα περιστατικά του πολυτάραχου βίου της η Ζαννιά τα διηγήθηκε έξι μήνες πριν τον θάνατό της στην ερευνήτρια Ιστορίας Μαρία Σαμπατακάκη, που κατέγραψε σ' αυτό τον τόμο ακέραιη τη μαρτυρία (με ελάχιστες, μόνο τεχνικού χαρακτήρα, επεμβάσεις), αφήνοντας τον αναγνώστη να απολαύσει τη ζωντανή της, πλούσια γλώσσα, με την πηγαία ποιητικότητα.
Το εμπεριστατωμένο ιστορικό σημείωμα της Επιμελήτριας του κειμένου Μαρίας Σαμπατακάκη καθώς και το κριτικό προλόγισμα του Άρη Μαραγκόπουλου τεκμηριώνουν, διαφωτίζουν και ολοκληρώνουν την απόλαυση αυτού του, στην κυριολεξία, σπάνιου κειμένου.
H Ζαννιά με τον άντρα της λίγο πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα
_______________________________
Το βιβλίο έχει πολλά κοινά με το γνωστό Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη του Θανάση Βαλτινού: το Συναξάρι συνδέεται με την πρώτη σταφιδική κρίση, το Ζαννιά Κότσικα είναι τ’ όνομά μου με τη δεύτερη. Και στα δύο το κείμενο έχει προέλθει από την αυθεντική καταγραφή της φωνής των ηρώων. Και στα δύο το κείμενο απηχεί ανάγλυφα τον πλούτο της λαϊκής θυμοσοφίας της εποχής αλλά και το πείσμα της επιβίωσης ενάντια στην τότε αντίξοη κοινωνική συγκυρία. Και στα δύο η γλώσσα αντανακλά την ποίηση μιας προφορικής γλώσσας που σήμερα έχει πια χαθεί. Και τα δύο μπορούν να κριθούν με τους όρους που κρίνονται τα λογοτεχνικά κείμενα.
ο Νίκος Ξυδάκης γράφει για το βιβλίο
Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου
(...)Ρούφηξα ένα βιβλίο, μια μαρτυρία. Η Ζαννιά Κότσικα, γεννημένη το 1912 στην ορεινή Αρκαδία, συναντιέται με την ερευνήτρια ιστορικό Μαρία Σαμπατακάκη το 1998 και αφηγείται τη ζωή της στο μαγνητόφωνο, έξι μήνες πριν πεθάνει (εκδ. Τόπος). Η Ζαννιά δεν πήγε σχολείο, αλλά το κείμενό της, λαξευμένο σε πέτρα, διδάσκει ύφος με το βάρος και την πυκνότητά του, με τη σοφία του. Συνεχίζει, με τον τρόπο του, την παράδοση των μεγάλων γυμνών κειμένων, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θ. Βαλτινού. Και είναι ένα κείμενο παρηγορητικό και ενθαρρυντικό σε αυτή την ιστορική συγκυρία, καθώς περιγράφει τη ζωή σαν περιπέτεια, σαν διαρκή δοκιμασία και σαν διαρκή ελπίδα. Είναι η ζωή των παππούδων και των γονιών μας, που πέρασαν από προσφυγιές, πολέμους, κατοχή, εμφύλιο, λιμούς, πενία, μίσος, και στάθηκαν όρθιοι. Και φιλόσοφοι:
«Εβρήκε ο άντρας μου πέρα, στην Ιερά Οδό. Εφτιασε τα συμβόλαια κι αγόρασε ένα οικοπεδάκι. Είχε δυο δωμάτια, ένα κουζινάκι. Τα σουλουπώσαμε. Εκάτσαμε μέσα. Δίχως πόρτες, δίχως παράθυρα. Ηρθε κι η μάνα μου μαζί. Να με βοηθήσει. […] Καθότανε κι η μάνα μου παρέκει. Στο ντιβανάκι της. Είχε και το μύλο της. Γκρούγκου, γκρούγκου. Αλεθε. Εκαμε τον καφέ της. Δεν εμιλάγαμε. Τα μάτια μου ήσαν θολά. Μ’ ήβλεπε που ήμουνα πια να σκάσω. “Ολα για τους ανθρώπους είναι, θυγατέρα. Και τα ψηλά και τα χαμηλά. Θα σιάξουν τα πράματα”. “Πότε μάνα; Πότε; Θαρρείς ίσαμε τώρα έχω καλά περάσει στη ζωή μου εγώ;” “Αλλο δεν έχει, θυγατέρα. Εφτούνα που ζεις είναι η ζωή σου. Αμέ τι νόμισες;” “Εμόχθησα, εδούλεψα, εκουράστηκα. Πάλι στον γκρεμό θα κρέμομαι; Κουράστηκα”. “Τράβα να ξαπλώσεις λιγάκι, θα τις εσυγυρίσω ‘γω τις μπάμιες, έχει για όλους ο Θεός”».
Καθημερινή, 06.02.2011
Από τον Οδηγό Ανάγνωσης μπορείτε να κατεβάσετε τον Πρόλογο του Άρη Μαραγκόπουλου στο βιβλίο καθώς και το ιστορικό σημείωμα που παραθέτει η ερευνήτρια Ιστορίας και επιμελήτρια του τόμου Μαρία Σαμπατακάκη. Επίσης, διαβάστε στον Οδηγό Ανάγνωσης μια παρουσίαση του βιβλίου, στο περιοδικό Τσέχικη Επιθεώρηση Νεοελληνικών Σπουδών (τόμος 14/2014, Πανεπιστήμιο του Brno). Τέλος, ακούστε εδώ το πεντάλεπτο των εκδόσεων Τόπος σχετικά με το βιβλίο στον ραδιοσταθμό "Στο κόκκινο 105,5".
|