1η έκδοση: Mάρτιος 2015
Φαντάστηκε το σώμα του να διαχωρίζεται από το μυαλό του και μπήκε στον πειρασμό να διαλέξει αν θα πήγαινε με το σώμα του ή με το μυαλό του. Η επιλογή τού φάνηκε ανυπέρβλητα δύσκολη και την εγκατέλειψε, αφού στο βάθος δεν του επέβαλλε κανείς να διαλέξει σώνει και καλά. Τελικά, όλες οι επιλογές είναι δύσκολες και είναι περίεργο που έχουν περάσει στη γλώσσα σαν κάτι ευχάριστο. «Διάλεξε ό,τι θες». «Ε, λοιπόν, τα διαλέγω όλα», φώναξε μέσα του ο Ζ. Όμως στο δίπολο Ζωή-Θάνατος κώλωσε. Όχι κι όλα.
Ο γνωστός σκηνοθέτης, στην πρώτη του απόπειρα να σχεδιάσει ένα «σενάριο» μυθιστορήματος, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, ανάμεσα στην περιπέτεια της ζωής και την περιπέτεια της σκέψης. Μ’ έναν λόγο προφορικό, περιστρέφεται επίμονα και βασανιστικά γύρω από τα επερχόμενα γηρατειά του ήρωά του κι ενώ το βιτριολικό χιούμορ μεταμορφώνει την απελπισία σε παιχνίδι, τη διαύγεια σε ειρωνεία και τη μελαγχολία του τέλους σε μειδίαμα, καταφέρνει, με τη μεσολάβηση της λογοτεχνίας, μια όχι και τόσο συνηθισμένη επίδοση: να πάρει στα σοβαρά το ΤΙΠΟΤΑ.
Παρουσίαση του βιβλίου στη Lifo από τη Σταυρούλα Παπασπύρου
Έργο στοχαστικό, διαποτισμένο από απελπισία και μ’ ένα χιούμορ κατά τόπους βιτριολικό, το «Τίποτα» παρουσιάζεται από τον Παναγιωτόπουλο σαν ένα «σενάριο για μυθιστόρημα». Δηλαδή; «Είναι ένα υλικό που στα χέρια ενός μυθιστοριογράφου θα μπορούσε να αποκτήσει πλοκή. Ομως εγώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Η μοναδική πλοκή που μπορώ ν’ ανεχτώ είναι για κάποιον που ξυπνάει και σκέφτεται το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Γράφω εύκολα αλλά γράφω με τον τρόπο που μιλάω». (...) Ορίστε λοιπόν ένα ‘σενάριο για μυθιστόρημα’ με κεντρικό ήρωα κάποιον που του μοιάζει, τον Ζ., κάποιον που σοκάρεται συνειδητοποιώντας ότι είναι γέρος. «Ποιός θα τό’ λεγε ότι θαρχόταν μια μέρα που θα έπρεπε να κάνει την αυτοκριτική του;», διαβάζουμε. «Που θα χρειαζόταν να σταματήσει τα παιχνίδια και να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά; Αυτό που του φαινόταν να είναι το πιο μεγάλο πλήγμα, ήταν ότι σ’ αυτήν την ηλικία έπρεπε επιτέλους να ενηλικιωθεί». Ο Ζ. ξαναγυρίζει εκεί που ξεκίνησε, πιο σοφός αλλά και πιο κουρασμένος. Οπως τον παρουσιάζει ο Παναγιωτόπουλος, ουδέποτε αισθάνθηκε «κανονικός» άνθρωπος». Οταν οι άλλοι έλεγαν μαύρο, αυτός έλεγε άσπρο και το εννοούσε, κάτι που του έδινε έναν αέρα υπεροχής αλλά και μειονεξίας ταυτόχρονα. Του Ζ. τίποτε δεν του φαίνεται φυσιολογικό. Τα γηρατειά, ο θάνατος, όλα του φαίνονται σκανδαλώδη.
Lifo, 23.03.2015
Διαβάστε εδώ όλη την παρουσίαση.
Παρουσίαση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ απο τον Κώστα Μαρδά
Ένα στοχαστικό αφήγημα για τη σωματική και ψυχική φθορά που φέρνουν τα γηρατειά, είναι το βιβλίο με τον μονολεκτικό τίτλο «Τίποτα», του γνωστού σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος. Ένας καθ’ όλα γοητευτικός κυνισμός για τα μεγάλα και μικρά τίποτα της ζωής και του θανάτου. Μια μικρή πραγματεία 158 σελίδων, υπό μορφή παλινδρομήσεων από το παρόν και στο παρελθόν ενός άνδρα που διαπιστώνει καθημερινά πως βαίνει προς το αναπόφευκτο.
Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο: Ο εβδομηντάρης πετυχημένος ζωγράφος, που αναφέρεται ως «Ζ», ξυπνάει το πρωί στο διαμέρισμα μιας καλής γειτονιάς στην Αθήνα της κρίσης. Το όνειρο που έβλεπε ήταν ότι πέθαινε. Ανοίγοντας τα μάτια του διαπιστώνει με την αίσθηση του… παρατηρητή ότι από το τίποτα επανήλθε στο παν. Ετοιμάζοντας το πρωινό του θυμάται το χωρισμό του με την δεύτερη γυναίκα του ενώ αποσπάσματα από την πορεία του έρχονται στο μυαλό καθώς κάθεται στην πολυθρόνα. Σε αυτό το θρόνο των αναμνήσεων αναπολεί τον πρώτο του γάμο σε ένα δημαρχείο του Παρισιού, εικοσάχρονος με τη γυναίκα του έγκυο. Καλομαθημένος μικρός από τους γονείς του την υποχρεώνει σε έκτρωση. Παρότι συνεσταλμένος στο σχολείο και δειλός μπροστά σε κοινό, κάνει καριέρα σε μια φημισμένη διαφημιστική εταιρεία της Γαλλίας, διαπρέποντας παράλληλα στην ζωγραφική. Παρατηρώντας τα διάφορα έπιπλα του σπιτιού επαναφέρει στην μνήμη τις ιδεολογικές συζητήσεις στα καφενεία όπου σύχναζαν φοιτητές, εμιγκρέδες, αναρχικοί και πόρνες. Σήμερα διερωτάται τι είναι ιδεολογικά; Αριστερός; Δεξιός; «Αριστεροδεξιός» θα επέλεγε, αν και, «ούτε οι δεξιοί ούτε οι αριστεροί είχαν καμιά σωτήρια σκέψη για το τι γίνεται μετά τα γηρατειά». Πάλι αναδρομές: Με την πρώτη του γυναίκα χώρισε πολύ γρήγορα γιατί ο ίδιος απεχθανόταν να κάνει οικογένεια. Και μόνο η σκέψη ενός παιδιού του προκαλούσε ναυτία. Από την άλλη πλευρά, και η μποέμικη ζωή του με αλκοόλ, άσκοπες συζητήσεις και σπατάλες τον είχαν φέρει πολλές φορές στα «όρια της αηδίας». Αισθανόταν δυνατός ενώ ήταν αδύνατος. Τι μπορεί όμως να περιμένει σήμερα στα εβδομήντα του όταν και επισήμως θεωρείται μέλος της τρίτης ηλικίας; Καθώς περιεργάζεται το σπίτι λες και το βλέπει για πρώτη φορά, εντοπίζει παλιές του συνεντεύξεις διερωτώμενος αν, τελικά, είναι καταπληκτικό ή γελοίος. Παρατηρώντας στο απέναντι μπαλκόνι ένα ημίγυμνο κορίτσι νοσταλγεί τις ερωτικές ευωχίες της νεότητας με τα ερωτήματά του να συνεχίζουν: Είναι ο εαυτός του ή ο πατέρας του; Είναι Αλτρουιστής ή μισάνθρωπος; Βλέπει τις παλιές φωτογραφίες και τις συγκρίνει με το σημερινό γερασμένο του σώμα και…
Ο συγγραφέας μετεωρίζεται μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Άλλοτε καταβυθίζεται στις ενοχικές αναμνήσεις του πρωταγωνιστή του και άλλοτε ανέρχεται στα αιώνια ερωτήματα που θέτουν όχι μόνο οι φιλόσοφοι αλλά και οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής. Απελπισμένος αλλά παιγνιώδης θέτει το μέγα ζήτημα του τέλους. Είναι το όλα για ένα τίποτα! Πάντως, το τέλος του ήρωά του είναι συμβατικό. Ο «Ζ» δεν τολμά να πέσει από το μπαλκόνι προς το Τίποτα, επιλέγοντας να επιστρέψει στην πολυθρόνα του…
Ακόμα και αν ο ευσεβής αναγνώστης προκληθεί από την ελευθεριότητα των σκέψεων του ήρωα, διαβάζοντας το βιβλίο κερδίζει από την αποφθεγματική διήγηση. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά λογοτεχνικά επιγράμματα που ξεπηδούν καθώς ο συγγραφέας ξετυλίγει την ιστορία του:
Ο εγκέφαλός του είχε αυτοανακηρυχθεί σε ανεξάρτητο κράτος.
Τι νόημα έχει μια ζωή που κάνεις πάντα το σωστό;
Πολλοί καλλιτέχνες ενώ ζουν κοινότοπα μιλούν για την τέχνη τους εξαιρετικά!
Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάνει στη ζωή μικρά εγκλήματα. Αυτό όμως δεν τους κάνει δολοφόνους.
Μόνο η αποτυχία διδάσκει ταπεινότητα.
Η ζωή είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος δεν κερδίζει κανείς.
Κώστας Μαρδάς, ιστοσελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ (14.04.15)
Παρουσίαση στο tospirto.net από την Λήδα Πιμπλή
Τι σημαίνει «σενάριο» μυθιστορήματος; Αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το καινοφανές αυτό είδος πεζογραφήματος είναι ένα αφήγημα μπρος και πίσω από την κάμερα -μεταφορικής κάμερας-, μισό μυθοπλασία και μισό δοκίμιο, μισό δράση και μισό αποτίμηση. Ακούγεται βαρύ και δύσκολο; Μη χάνετε το θάρρος σας. Το κείμενο του σκηνοθέτη τόσων και τόσων ταινιών, από τα «Χρώματα της Ίριδας» ως το «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη», διακρίνεται για το χιούμορ του που καταφέρνει πάντα να διαλύει την ομίχλη της μελαγχολίας. Φαντάστηκε το σώμα του να διαχωρίζεται από το μυαλό του και μπήκε στον πειρασμό να διαλέξει αν θα πήγαινε με το σώμα του ή με το μυαλό του. Η επιλογή τού φάνηκε ανυπέρβλητα δύσκολη και την εγκατέλειψε, αφού στο βάθος δεν του επέβαλλε κανείς να διαλέξει σώνει και καλά. Τελικά, όλες οι επιλογές είναι δύσκολες και είναι περίεργο που έχουν περάσει στη γλώσσα σαν κάτι ευχάριστο. «Διάλεξε ό,τι θες». «Ε, λοιπόν, τα διαλέγω όλα», φώναξε μέσα του ο Ζ. Όμως στο δίπολο Ζωή-Θάνατος κώλωσε. Όχι κι όλα. Όπως αντιλαμβάνεστε, πλοκή με την έννοια ενός σφιχτοδεμένου στόρι που υπακούει στους νόμους της αιτίας και του αποτελέσματος δεν υπάρχει. Όμως, αυτό που υπάρχει, μια συνειρμική αφήγηση, θα ικανοποιήσει με το παραπάνω τους θαυμαστές τού έργου του σκηνοθέτη.
Λήδα Πιμπλή, tospirto.net (15.04.15)
Παρουσίαση στο flix.gr
Οσο περιμένουμε τη νέα ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Η Κόρη του Ρέμπραντ», διαβάζουμε το νέο του μυθιστόρημα κι είναι σα να τον ακούμε να μιλάει...
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκτός από παραγωγικότατος, αναγνωρισμένος κι αγαπημένος σκηνοθέτης, είναι ένας από τους πιο εύγλωττους ανθρώπους των ελληνικών τεχνών και γραμμάτων και βάλε: χαριτωμένος, κυνικός, πονηρός, υπαρξιακός, απίθανος παραμυθάς και απολαυστική πηγή αποφθεγμάτων, είναι ένας άνθρωπος που θέλεις ν' ακούς. Και να διαβάζεις, τώρα που το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Τίποτα», ένα μυθιστόρημα αυτή τη φορά, είναι γραμμένο με την ίδια ποιότητα και την ίδια χάρη.
Δείτε όλη την παρουσίαση εδώ
flix.gr, 30.04.15
Συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα Εμπρός Μυτιλήνης
Ο Μυτιληνιός κινηματογραφιστής και συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλά στο «Εμπρός»
«Το τίποτα είναι υλικό καλλιτεχνικής δημιουργίας χωρίς ψευδαισθήσεις»
Στον πρόλογο του βιβλίου «Από το καλάθι των αχρήστων» σημειώνετε σε κάποια σημείο: «Δυστυχώς δεν θα γίνω ποτέ σοφός. Το αντίθετο, όσο μεγαλώνω γίνομαι πιο ανισόρροπος. Είμαι σίγουρος ότι οι μόνοι πραγματικά τρελοί αυτού του κόσμου είναι οι γέροι». Λίγα χρόνια αργότερα γράφετε ένα βιβλίο για τη σωματική και ψυχική φθορά που φέρνουν τα γηρατειά. Θα προτιμούσατε η ζωή μας να είναι μια διαρκής νεότητας; Ή για να πω αλλιώς δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τα γηρατειά;
«Οι γέροι έχουν κύριο συνομιλητή τους το θάνατο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να του πουν ψέματα ούτε να τον κολακεύσουν. Δεν χρησιμεύει σε τίποτα, άλλωστε. Απελευθερωμένοι πλέον από το να θέλουν να αποδείξουν κάτι, οι συμπεριφορές τους μπορούν επιτέλους να είναι αυθεντικές και γι’ αυτό φαίνονται στους πολλούς αλλοπρόσαλλες. Με όλα μπορεί να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος. Όμως κάθε συμφιλίωση, ακόμα και η πιο αθώα, ενέχει έναν ταπεινωτικό συμβιβασμό».
«Πολλοί καλλιτέχνες ενώ ζουν κοινότοπα μιλούν για την τέχνη του εξαιρετικά!» γράφετε στο «Τίποτα». Τι υποδηλώνει το παραπάνω; Ότι η ζωή και η τέχνη έχουν ανάγκη από την αντισυμβατικότητα και την «τρέλα»;
«Θα μου άρεσε οι καλλιτέχνες να κατοικούν μέσα στα έργα τους. Αν τα έργα τους πηγαίνουν από δω και η ζωή τους από εκεί προσωπικά γίνομαι καχύποπτος και για έργα τους και για τη ζωή τους».
«Η ζωή είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος δεν κερδίζει κανείς», γράφετε αποφθεγματικά στο «Τίποτα». Πώς θα ήταν η ζωή μας, εάν μας γινόταν έμμονη ιδέα να την ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο; Μήπως κάτι τέτοιο θα ακύρωνε κάθε φιλοδοξία ή και ματαιοδοξία δημιουργίας; Και πώς θα υπήρχε τέχνη χωρίς τον πόθο και το πάθος της δημιουργίας;
«Ο άνθρωπος ζει στο παρόν και δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το παρόν να μεταβάλλεται σε παρελθόν, ενώ το μέλλον είναι αβέβαιο, χωρίς διάρκεια. Όλα, δυστυχώς, μέλλον και παρόν γκρεμίζονται ασταμάτητα στο παρελθόν και από κει στο τίποτα. Να μια διαπίστωση που θα μπορούσε, ανάμεσα σε άλλες, να αποτελέσει υλικό φιλοσοφικού στοχασμού και καλλιτεχνικής δημιουργίας, χωρίς ψευδαισθήσεις. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τού κάθε καλλιτέχνη βέβαια, από τη μεριά της τραγωδίας ή από τη μεριά της κωμωδίας».
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Συνέντευξη στον Παναγιώτη Σκορδά, Εφημερίδα Εμπρός, 13.06.15
Παρουσίαση στο protagon.gr από τον Άρη Μαλανδράκη
(...) Στο «Τίποτα», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το δοκίμιο, περιγράφοντας την περιπέτεια μιας ζωής που μεταπλάθεται σε περιπέτεια της σκέψης. Το «τίποτα» είναι η λέξη κλειδί στις εκ βαθέων εξομολογήσεις του ήρωα, που μόλις έχει περάσει τα εβδομήντα και ο θάνατος μπαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του. Προάγγελος, τα γηρατειά. Τα οποία σηματοδοτούνται ακόμα και μέσα από το savoir vivre: «Υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος που ξαφνικά αρχίζουν να σου μιλούν μια με το εσύ, μια με το εσείς, μέχρι να καταλήξουν οριστικά στον πληθυντικό. Στην αρχή είναι ευχάριστο, γιατί επιτέλους νομίζεις πως απολαμβάνεις έναν σεβασμό προς το πρόσωπό σου. Μετά από λίγο καιρό, όμως, όταν καταλαβαίνεις ότι τον σεβασμό τον προκαλεί η ηλικία σου κι όχι εσύ, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τη χρησιμότητα αυτών των στερεότυπων του savoir vivre».
Το συναξάρι της τρίτης ηλικίας γίνεται συχνά αιχμηρό. Όπως στις ταινίες του, έτσι κι εδώ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος παίζει (και περιπαίζει) με το δικό του ιδιαίτερο ύφος. «Πολλά πράγματα που παλιότερα δεν τον ενοχλούσαν τώρα του φαίνονται ανυπόφορα. Αυτή είναι, φαίνεται, η γεροντική παραξενιά. Δεν είναι τυχαία η λέξη: γεροπαράξενος ή γερογρουσούζης, Μπήκε πλέον σε μια κατηγορία όπου βάζοντας μπροστά ή πίσω από κάθε ιδιότητα τη λέξη “γέρος” τα σημαινόμενα της ιδιότητας διογκώνονται στο χειρότερο: γερομπαμπαλής, γερομουρντάρης, γεροπαραλυμένος, γεροξούρας…». (...)
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει ο Άρης Μαλανδράκης, protagon.gr, 14.06.15
Συνέντευξη του συγγραφέα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το diastixo.gr
«Σπατάλησε τη ζωή του», διαβάζουμε, «αλλά τι άλλο να έκανε, αν δεν δοκίμαζε τις ομορφιές του κόσμου;» Γιατί όμως μερικοί είναι τσιγκούνηδες με την ίδια τη ζωή;
Ο νόμος της ζωής είναι αδήριτος. Παίρνεις ό,τι επενδύεις. Ζωή χωρίς ρίσκο είναι απλή επιβίωση.(...)
Στο βιβλίο σας υπάρχουν ανατροπές και στοιχεία που δείχνουν τις αδυναμίες του ζωγράφου. Είναι καλό, όμως, από τη μια να πλάθουμε έναν ωραίο χαρακτήρα και από την άλλη να του βάζουμε τρικλοποδιά με την πρώτη ευκαιρία;
Οι τρικλοποδιές στους χαρακτήρες με ενδιαφέρουν περισσότερο από τους ίδιους τους χαρακτήρες. Άλλωστε, οι ήρωες ενός βιβλίου ή μιας ταινίας δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι, αλλά πειραματικά «εγώ».
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης,30.06.15,diastixo.gr
Συνέντευξη του συγγραφέα στην Πηνελόπη Πετράκου, για το culturenow.gr
Cult. N.: Λέτε για τον Ζ: «Αν ήταν αδιάλλακτος στις ιδέες του το έκανε από ιδιοτροπία παρά από πίστη»· αυτή είναι μια απόλυτα ηθική στάση. Έχει κόστος;
Ν. Π.: Μετά τον θάνατο του Θεού, που οι αλήθειες σταμάτησαν να πέφτουν από τον ουρανό, κάπως έπρεπε να εγκατασταθεί ένα σύστημα αξιών για να γίνει δυνατή η συνέχιση της Ζωής . Ο Ζ. αποφασίζει να πιστεύει στις αλήθειες που ανακαλύπτει μόνος του. Το κόστος είναι ότι δεν μπορεί να φορτώσει τα λάθη του και τις συνέπειες σε κανέναν άλλον.
Cult. N.: Το «Ζ» έχει σχέση με τη ζωή;
Ν. Π.: Το Ζ. είναι το αρχικό γράμμα της λέξης ζωγράφος. Είναι όμως και το αρχικό γράμμα της λέξης ζωή, όπως πολύ εύστοχα αφήνετε να εννοηθεί. Πράγματι, αυτό το βιβλίο παρ’ όλο που αναφέρεται στα γηρατειά είναι ένας ύμνος στη νεότητα. Είναι περίεργο πως ένα θέμα τόσο απόν, κάνει τόσο έντονη την παρουσία του σε κάθε σελίδα.
Διαβάστε όλη την συνέντευξη εδώ
Πηνελόπη Πετράκου, culturenow.gr,23.07.15
Ακούστε εδώ την εκπομπή του Β. Ραπτόπουλου στο Κόκκινο 105,5 που είναι αφιερωμένη στο βιβλίο. Διαβάστε εδώ την συνέντευξη του συγγραφέα, στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το diastixo.gr (30.06.15) και εδώ μια βιβλιοκριτική από την Αγγέλα Μάντζιου στο culture.thessaloniki-portal.gr (30.09.15).
Διατυπώστε τη γνώμη σας για το βιβλίο εδώ
|