Εκδότης: Συνάψεις
Μετάφραση: Άννυ Σπυράκου, Επίμετρο: Hermione Lee
Το Πώς είναι να είσαι άρρωστος είναι ένα από τα πιο τολμηρά, παράξενα και πρωτότυπα δοκίμια της Βιρτζίνια Γουλφ. Δεν εξετάζει τις αιτίες ή τα συμπτώματα κάποιας παροδικής ή χρόνιας ασθένειας, αλλά πραγματεύεται τις πνευματικές αλλαγές που αυτή επιφέρει και ανιχνεύει την κατάσταση του αρρώστου που βρίσκεται σε αυτή τη διαφορετική, εκτός δραστηριότητας και κοινωνίας, ζωή.
Η αρρώστια είναι μια από τις βασικές ιστορίες της ζωής της Βιρτζίνια Γουλφ. Οι κλονισμοί και οι απόπειρες αυτοκτονίας στα νεανικά της χρόνια οδήγησαν σε επίμονες περιοδικές αρρώστιες, όπου τα ψυχικά και σωματικά συμπτώματα έμοιαζαν άρρηκτα συνδεδεμένα. Σε όλη της τη ζωή είχε να αντιπαλέψει ψυχικές καταστάσεις που τη βασάνιζαν και την τρομοκρατούσαν, επώδυνα και εξουθενωτικά σωματικά συμπτώματα και περιορισμούς που την εξαγρίωναν. Στα γραπτά της για την αρρώστια υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη έμφαση στις δημιουργικές και απελευθερωτικές της επιπτώσεις. «Πιστεύω ότι αυτές οι αρρώστιες είναι στην περίπτωσή μου –πώς να το εκφράσω;– σε ένα βαθμό μυστικιστικές. Κάτι συμβαίνει στο μυαλό μου».
Το Πώς είναι να είσαι άρρωστος ανιχνεύει αυτό το «κάτι» στις «ανεξερεύνητες χώρες», στο «παρθένος δάσος» της εμπειρίας του μοναχικού ανήμπορου ατόμου.
Παρουσίαση στην Καθημερινή από τον Γ. Κορδομενίδη
Ανεκμετάλλευτη φλέβα χρυσού
Γραμμένο ανάμεσα σε δύο από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της Γουλφ, την «Κυρία Νταλλογουέι» και το «Στο φάρο», το «Πώς είναι να είσαι άρρωστος» συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του δοκιμίου, του αφηγήματος και του αυτοβιογραφικού πεζού. Εκπληκτικής οικονομίας, είναι ένας χείμαρρος από σκέψεις, με γράψιμο πυκνό και κατηγορηματικό, «αδιαπέραστο σαν τη νιτσεράδα του ψαρά», όπως παρατήρησε ένας ξένος κριτικός· κι ακόμη, ακολουθεί τα πρότυπα των ρομαντικών δοκιμιογράφων, όπως του Ντε Κουίνσι, του Κόλριτζ και άλλων, τους οποίους άλλωστε η Γουλφ μνημονεύει στο κείμενό της. Επιπλέον, η θεματολογία της υπερβαίνει το ζήτημα της ασθένειας, μιλώντας ακόμη για τη γλώσσα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη συμπόνια, τη μοναξιά, την ανάγνωση
Παρότι βαθιά εξοικειωμένη με προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, γράφει για την αρρώστια κάθε άλλο παρά καταθλιπτικά, σχεδόν χαρούμενη θα έλεγε κανείς, σαν να μιλάει για την πολυτέλεια του να βρίσκεσαι στο κρεβάτι χωρίς καμιά υποχρέωση πέρα από το να ατενίζεις τον ουρανό - ή το διαθέσιμο ταβάνι του δωματίου: «Ενα απέραντο πείραμα που διεξάγεται με τα χρυσά βέλη και τις κυανές σκιές, με τα πέπλα που κρύβουν τον ήλιο και ύστερα σηκώνονται. Ετσι ήταν (πάντα) χωρίς να το ξέρουμε». Η συγγραφέας μοιράζεται την ιδιότυπη χαρά της αλλά αποδιώχνει τη συμπόνοια. «Κανένας άλλος δεν έχει τη μοναδική εμπειρία του δικού σου πόνου - κι είναι καλύτερα έτσι. Θα ήταν αφόρητο να έχεις διαρκώς τη συμπάθεια των άλλων, να σε συνοδεύουν πάντοτε, να σου δείχνουν διαρκώς κατανόηση».
Αφετηρία του δοκιμίου της Γουλφ αποτελεί η διαπίστωση πως η αρρώστια δεν αναγνωρίζεται -όπως ο έρωτας, ο πόλεμος ή η ζήλια- ως ένα από τα βασικά θέματα της λογοτεχνίας. (Ας σημειωθεί ότι τουλάχιστον έπειτα από πενήντα χρόνια άρχισε να ακμάζει η «λογοτεχνία της παθογραφίας», που έχει στο επίκεντρό της την αρρώστια.) Γι' αυτό, πιστεύει η Γουλφ, η ασθένεια δεν συγκρότησε ποτέ το δικό της λεξιλόγιο, στερώντας από τον άρρωστο τη γλώσσα που χρειάζεται προκειμένου να μιλήσει για τις εμπειρίες του. Τα αγγλικά, που μπορούν να εκφράσουν τις σκέψεις του Αμλετ και την τραγωδία του Ληρ, δεν έχουν λέξεις για το ρίγος και τον πονοκέφαλο! «Η κάθε μαθητριούλα, μόλις ερωτευθεί, έχει τον Σαίξπηρ και τον Κητς να μιλήσουν για λογαριασμό της· βάλτε όμως τον άνθρωπο που υποφέρει να περιγράψει τον πόνο στο κεφάλι του κι η γλώσσα στερεύει αμέσως». Αυτό που λείπει, προσθέτει, δεν είναι μόνο μια καινούργια γλώσσα, πιο πρωτόγονη, πιο αισθησιακή, πιο ωμή, αλλά μια νέα ιεράρχηση στα πάθη· ο έρωτας πρέπει να εκθρονιστεί για χάρη της θερμοκρασίας που ξεπερνά τους σαράντα βαθμούς· η ζήλια να παραχωρήσει τη θέση της στις οδύνες της ισχιαλγίας· η αϋπνία να παίξει τον ρόλο του κακού
(...)
Το «Πώς είναι να είσαι άρρωστος», μεταφρασμένο άρτια από την Αννυ Σπυράκου, μας δείχνει ότι τα δοκίμια της Γουλφ (1882-1941) αξίζει να (ξανα)διαβαστούν αυτοτελώς, με την προσοχή μάλιστα στραμμένη στη λογοτεχνική στρατηγική τους αλλά και στις διανοητικές διεργασίες που προϋποθέτουν, όπως επίσης στη φαινομενική χαλαρότητα και τον αυθορμητισμό τους, τη διακοπτόμενη γραφή χωρίς προκαθορισμένα όρια, την άρνηση κάθε αυθεντίας - χαρακτηριστικά που τα καθιστούν μείγμα μανιφέστου, λογοτεχνικής κριτικής, πεζογραφίας, βιογραφίας, ιστορίας και αυτοβιογραφίας.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Γράφει ο Γ. Κορδομενίδης, Καθημερινή (23.11.08)
|