Το βιβλίο ερευνά τον ρόλο των ΜΜΕ στα σύγχρονα δηµοψηφίσµατα, ιδιαίτερα εκείνα που αφορούσαν τις σχέσεις ορισµένων χωρών µε την Ε.Ε. Εξετάζονται κυρίως τα δηµοψηφίσµατα σε Ιρλανδία (2008), Μ. Βρετανία (2016), Ιταλία (2016) και Ελλάδα (2015).
Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στο ελληνικό δηµοψήφισµα, καθώς το ερχόµενο καλοκαίρι συµπληρώνονται 10 χρόνια από τη διεξαγωγή του. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούνται τα αποτελέσµατα έρευνας για τη στάση των ΜΜΕ, η οποία πραγµατοποιήθηκε υπό την επιστηµονική ευθύνη του συγγραφέα µε οµάδα συνεργατών του. Ακολούθως, αναλύεται η αντίφαση µεταξύ της στάσης των κυρίαρχων ΜΜΕ, τα οποία υποστήριξαν εντόνως το «Ναι», και της στάσης του εκλογικού σώµατος το οποίο τελικώς ψήφισε µε µεγάλη πλειοψηφία υπέρ του «Όχι».
Συνέντευξη του συγγραφέα στον STAR FM Κεντρικής Ελλάδας. Ακούστε εδώ (14/01/2025).
Το Ναι που έγινε Όχι
γράφει ο Χρήστος Λάσκος για το Alterthess
(...) ο Γιώργος Πλειός, βασισμένος σε μια συλλογική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, διερευνά το αντίθετο ερώτημα, το οποίο, ωστόσο, αφορά την ίδια ακριβώς ιστορική στιγμή. Την 5η Ιουλίου του ’15, όταν, πρώτα το Ναι έγινε Όχι, για να γίνει, αμέσως μετά το Όχι Ναι.
Το θέμα του βιβλίου, λοιπόν, είναι πώς, ενώ θεοί και δαίμονες, στην Ελλάδα και στον κόσμο, τα έδωσαν όλα, ενόψει του Δημοψηφίσματος, προκειμένου να επικρατήσει το Ναι στο ερώτημα αν πρέπει να δεχτεί η κυβέρνηση την σαδιστική απέναντι στον ελληνικό λαό, για άλλη μια φορά, πρόταση της ΕΕ, τα πράγματα γύρισαν τούμπα, προς έκπληξη πάντων και πασών. Ειδικά ενδιαφέρεται για τον σχετικό ρόλο των ΜΜΕ, του εργαλείου, δηλαδή, της σύγχρονης προπαγάνδας.
Δεδομένης της συντριπτικής στράτευσης των κυρίαρχων -αλλά όχι μόνο, αν δούμε τον Ριζοσπάστη[1], π.χ.- ΜΜΕ, εφημερίδων, ραδιοτηλεοπτικών και ιστοτόπων, φαίνεται σαν να μην διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, στο μέτρο, που το αποτέλεσμα υπήρξε εκκωφαντικά αντίθετο με τις επιδιώξεις τους. Το γεγονός ότι τα 2/3 των εκλογέων ψήφισαν υπέρ του Όχι υπήρξε η μεγαλύτερη ήττα του άρχοντος συγκροτήματος στην Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορία της. Συγκυριακή, προσωρινή, ακυρωμένη, εν τέλει, λόγω της τραγικής στροφής της κυβέρνησης, με την εξευτελιστική αποδοχή του 3ου Μνημονίου, αλλά πολύ μεγάλη -σχεδόν τρομακτική για την καπιταλιστική τάξη.
Τα ΜΜΕ, παραδόξως, διαδραμάτισαν -έστω κι αν δεν πέτυχαν τον στόχο τους- καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Δημοψηφίσματος. Χωρίς την απολύτως μεροληπτική παρέμβασή τους, ίσως το αποτέλεσμα να μην ήταν το ίδιο. Μπορεί, ακόμη, και να κυριαρχούσε το Ναι. Η μανιακή τους στάση φαίνεται να ξύπνησε ουσιώδη αντανακλαστικά της πλειοψηφίας, γεγονός που καθόρισε, σε σημαντικό βαθμό, το αποτέλεσμα.
Άλλωστε, με έναν άλλο τρόπο, είχε ξανασυμβεί. Θέλω να πω ότι, από την αρχή της κρίσης, το σταθερό μοτίβο πως, «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ», έπαιξε κι αυτό το ρόλο του στην αρχική ενίσχυση του κόμματος, που αποτέλεσε τη βάση, ώστε, αργότερα, να γίνει και η κύρια αντιπολίτευση, στο αντιμνημονιακό κίνημα -και στην θεσμική πολιτική, όμως.
Συνέβαλλε, νομίζω, καθοριστικά και τότε η στάση των ΜΜΕ. Επειδή συχνά λέγεται -πράγμα, που αποτελεί ουσιώδη διάσταση της καθεστωτικής αντίληψης για την πολιτική- ό,τι η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αποτέλεσμα της επιλογής του Τσίπρα να αποδεχτεί την ευθύνη της κυβέρνησης, αξίζει να μείνουμε λίγο παραπάνω σε αυτό. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι η «κίνηση Τσίπρα» -που δεν του ανήκε, βέβαια, μια και τα ντοκουμέντα του κόμματος δείχνουν πως η πρόταση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς προϋπήρχε- δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, ίσως να προκαλούσε και θυμηδία, αν δεν είχε προηγηθεί η κατοχύρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως της πιο ριζοσπαστικής, σχετικά μαζικής, οργάνωσης της Αριστεράς. Η συμμετοχή του σε όλα τα κορυφαία κινηματικά γεγονότα της περιόδου, από τα Δεκεμβριανά του ’08 έως τους αντιμνημονιακούς εργατικούς αγώνες και τις πλατείες, την υπεράσπιση και στήριξη των μεταναστών στην Υπατία, τον μεγάλο αγώνα στις Σκουριές και χίλια άλλα, τοπικά ή ευρύτερα, ήταν που τον έφεραν σε κυρίαρχη θέση στο πλαίσιο των αγώνων της εποχής.
Η δαιμονοποίησή του από τα ΜΜΕ ήταν που έκανε ορατή αυτή του τη δράση και του έδωσε επιπλέον ώθηση, για να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Στο Δημοψήφισμα επαναλήφθηκε η ίδια δαιμονοποιητική και εκφοβιστική στάση, η οποία οδήγησε και πάλι στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο από τα Μέσα αποτέλεσμα. Είχαμε -και αυτό, όπως μας λέει ο Πλειός, είναι και τεχνικός όρος- ένα «φαινόμενο μπούμερανγκ».
Η έρευνα τεκμηριώνει, με σχολαστικά αναλυτικό τρόπο, τη στάση των ΜΜΕ και την ερμηνεύει πειστικά. Επρόκειτο για μια πρωτοφανώς μονοφωνική στάση -στράτευση, καλύτερα. (...)
(...) Το βιβλίο αναλύει, όπως προείπα, ένα πλήθος επικοινωνιακών παραγόντων, που ενίσχυσαν, τελικά, το boomerang effect. Δεν αφήνει εκτός της οπτικής του τους κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, που, σε συναρμογή, παράλληλα ή αντίθετα, με τους επικοινωνιακούς εξηγούν το αποτέλεσμα.
Κάνει, όμως, και κάτι άλλο, που απασχολεί όσους ενδιαφέρονται ενεργά για την πολιτική. Παρουσιάζει, με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο, τα ερμηνευτικά σχήματα, που αξιοποιεί η επιστημονική έρευνα στην θεματική της επικοινωνίας, προκειμένου να φτάσει σε μια κατανόηση του κόσμου μας, που, όλο και περισσότερο είναι ένας κόσμος των Μέσων. Μια κοινωνία του θεάματος, όπου, εδώ και πολύ καιρό, ο κύριος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους έχει πάψει να είναι η εκπαίδευση, αφήνοντας την θέση της στα ΜΜΕ.
Το βιβλίο είναι πολύ χρήσιμο για την εξήγηση μιας σημαντικής διάστασης του εξαιρετικού συμβάντος του καλοκαιριού του ’15 κι έτσι ένα εξαιρετικό εργαλείο για την πολιτική δράση. Δίνει δε πολύτιμα εργαλεία για την ανάλυση συνολικά της περιόδου και των μακροχρόνιων επιπτώσεών της.
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ,
γράφει ο Χ. Λάσκος για το Alterthess (06/12/2024)
Γράφει ο Αντώνης Σκαμνάκης για τα Χανιώτικα Νέα
Το νέο βιβλίο του Καθηγητή του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Πλειού μελετά τον ρόλο των ΜΜΕ στα σύγχρονα δημοψηφίσματα. Εστιάζει στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί το δεύτερο ελεύθερο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου μαζί, προφανώς, με αυτό ταυ Δεκεμβρίου ταυ 1974 όπσυ τέθηκε τσ ερώτημα της βασιλευμένης ή της αβασίλευτης δημοκρατίας. Τα δύσ άλλα πσυ είχαν προηγηθεί, δηλαδή αυτό ταυ 1968 και ταυ 1973, πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών με ότι αυτό συνεπάγεται. Είχε βέβαια, μετά την απελευθέρωση, πραγματοποιηθεί και τσ δημοψήφισμα του Σεπτέμβρη του 1946 με θέμα την επιστροφή του έκπτωτου Γεωργίου ή την αβασίλευτη δημοκρατία, το οποίο και αυτό δεν ήταν καθόλου ελεύθερο, εφόσον οι συνθήκες στις οποίες διεξήχθη ήταν συνθήκες τρομοκρατίας.
Ο Γιώργος Πλειός αναφέρεται και στα δημοψηφίσματα ορισμένων χωρών της Ε.Ε. και κυρίως στα δημοψηφίσματα σε Ιρλανδία (2008), Μ. Βρετανία (2016), Ιταλία (2016) από τα οποία αντλεί αρκετά συμπεράσματα.
Πυρήνας του βιβλίου είναι το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, όπως ήδη έχω αναφέρει, εξαιτίας του γεγονότος ότι εδώ παρουσιάστηκε μία αντίφαση. Ενώ η ευρύτερη βιομηχανία της επικοινωνίας συμπεριλαμβανομένων των συστημικών Μέσων, των δημοσκοπτκών και διαφημιστικών εταιρειών αλλά και των κυριάρχων οικονομικών και πολιτικών ελίτ, είχε στοιχηθεί κάτω από το Ναι οι πολίτες τελικά επέλεξαν το Όχι.
Εδώ έχουμε μία ανατροπή διαφόρων πρώιμων και μη θεωρητικών προσεγγίσεων που θεμελιώθηκαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά και αργότερα ενώ στο βιβλίο υπάρχει μία εκτενή ανάλυση αυτών των θεωριών και της σύνδεσης τους με τα δημοψηφίσματα.
Ο Πλειός αναλύει με ένα εξαιρετικό τρόπο την αντίφαση μεταξύ της στάσης των κυρίαρχων ΜΜΕ, τα οποία υποστήριξαν το «Ναι», και της στάσης της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος το οποίο τελικά ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ του «Όχι».
Όπως ο ίδιος αναφέρει «τα ΜΜΕ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος αλλά με τρόπο διαφορετικό από ότι συνήθως. Όχι θετικά και ανάλογα, αλλά αντιστρόφως ανάλογα». Το αποτέλεσμα μία ιστορική συντριπτική ήττα όχι μόνο των κυριάρχων εγχώριων ελίτ αλλά και του διεθνούς συστήματος εξουσίας, η οποία, δυστυχώς είχε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χαρακτήρα. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές ήττες που υπέστη το παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας στις περιπτώσεις δημοψηφισμάτων όσο και αν έγινε και γίνεται μία προσπάθεια να υποβαθμιστεί με ευθύνη ΚΑΙ της τότε ηγεσίας του πολιτικού υποκειμένου που προκάλεσε το δημοψήφισμα. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο έχει μία ιδιαίτερη αξία. Διότι στις προσπάθειες υποτίμησης και υποβάθμισης της μεγαλειώδους πολιτικής νίκης του ελληνικού λαού, ο συγγραφέας επανατοποθετεί τις εξελίξεις στην πραγματική τους βάση παράγοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο.
Ο Πλειός θεωρεί ότι η στάση των ελληνικών Μέσων την περίοδο πριν το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμα που προέκυψε εμπίπτει στη Θεωρία του Μπούμερανγκ (Boomerang effect theory), δηλαδή ότι οι προσπάθειες αλλαγής της γνώμης των πολιτών μέσω πειστικών μηνυμάτων μπορεί μερικές φορές να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα και να ενισχυθούν οι αρχικές του πεποιθήσεις. Ο συγγραφέας εισάγει όμως και τον όρο της «Κοινωνίας των Μέσων» και θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία, αν και με ιδιόμορφο τρόπο είναι μία κοινωνία των Μέσων. Ο όρος «Κοινωνία των Μέσων» εισήχθη ουσιαστικά στη διεθνή βιβλιογραφία το 1994 από τον Peter Golding στην εργασία του Telling Stories: Sociology, Journalism and the Informed Citizen. Εκείνη την περίοδο υπήρχε μία συζήτηση για την επονομαζόμενη «Κοινωνία της Πληροφορίας» ως αποτέλεσμα διαφόρων τεχνολογικών ντετερμινιστικών προσεγγίσεων που θεωρούσαν ότι η έλευση των νέων τεχνολογιών θα ενισχύσει τη δημοκρατική ενημέρωση. Ο Golding στηριζόμενος σε προηγούμενη εργασία του με τον Γκραίηαμ Μέρντοκ (και οι δύο υπήρξαν οι θεμελιωτές της Κριτικής Πολιτικής Οικονομίας), υποστήριξε με εκείνη την περίφημη φράση του, ότι η «Κοινωνία της Πληροφορίας είναι ένας Μύθος. Ζούμε σε μία Κοινωνία των Μέσων» (Information society is a myth. We live in a media society).
Πράγματι τα μέσα ενημέρωσης ιστορικά απέτυχαν να παράγουν προς όφελος των κοινοτήτων και της δημοκρατίας. Παρά τους ισχυρισμούς διαφόρων προσεγγίσεων στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης ότι δήθεν εξυπηρετούν τις ανάγκες πληροφόρησης του κοινού, η συσσωρευμένη γνώση της επιστημονικής έρευνας του πεδίου είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης παρέχουν μια ανεπαρκή βάση για τους πολίτες και αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους. Ο Τύπος και η ιδιωτική τηλεόραση έχουν ενσωματωθεί στη βιομηχανία του θεάματος και η δημόσια ραδιοτηλεόραση συρρικνώνεται ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου ο κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί τον κανόνα.
Εδώ βέβαια δεν θα μπορούσαμε να παρακάμψουμε το ζήτημα της Ελευθερίας του Τύπου που, σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, αποτέλεσε μία θεμελιώδη αρχή πάνω στην οποία στηρίχθηκε ολόκληρη η μετάβαση από τις απολυταρχικές μορφές διακυβέρνησης στην αστική δημοκρατία. Τούτο διότι με τον τρόπο αυτό διασφαλιζόταν η διάχυση ιδεών και ο πλουραλισμός. Στην Ελλάδα εισήχθη ως άρθρο στα πρώτα ελληνικά Συντάγματα, υπενθυμίζοντας βέβαια ότι ο «Συνταγματισμός» αποτέλεσε την ιδεολογία της ελληνικής αστικής τάξης όχι μόνο κατά την πρώιμη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού αλλά και αργότερα.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι σχεδόν οι περισσότερες εφημερίδες είχαν ανέκαθεν ένα κομματικό προσανατολισμό ή στην καλύτερη περίπτωση κάποιες πολιτικές προτιμήσεις. Άλλωστε ούτε ουδέτερα ΜΜΕ ούτε αντικειμενική δημοσιογραφία υπήρξαν ποτέ. Αυτό είναι ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα το οποίο πρόεκυψε κατά την φάση του μετασχηματισμού του Τύπου από κομματικό έντυπο σε εμπορικό προϊόν.
Είναι πραγματικότητα, επίσης, ότι μεταπολεμικά και κυρίως κατά τη φάση της απορρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου τη δεκαετία του 80’, οι ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, με τη διαμόρφωση τεραστίων επιχειρηματικών ομίλων στο χώρο της ενημέρωσης, διεμβολίσαν την Ελευθερία του Τύπου υπό την έννοια του ελέγχου της πληροφορίας.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η στάση των ΜΜΕ πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν μάλλον ιδεολογπτό-πολιτική. Αυτό είναι αλήθεια. Η ελληνική όμως μιντιακή περίπτωση έχει ορισμένα διαφορετικά χαρακτηριστικά, υπό την έννοια ότι τα κυρίαρχα Μέσα ελέγχονται όχι από ιδιοκτήτες επιχειρηματίες της βιομηχανίας της επικοινωνίας και της ψυχαγωγίας αλλά από ιδιοκτήτες επιχειρηματίες των οποίων οι κύριες δραστηριότητες βρίσκονται σε άλλους κλάδους της οικονομίας, και ως εκ τούτου πρόκειται για σημαντικό μέρος της εγχώριας οικονομικής ελίτ.
Θεωρώ ότι ο Γιώργος ο Πλειός με το νέο του βιβλίο συμβάλλει αποφασιστικά σε μία ιδιαίτερη και κρίσιμη περίοδο της νεοελληνιστής πολιτικής ιστορίας και του ρόλου των Μέσων.
Αντώνης Σκαμνάκης (καθηγητής ΑΠΘ) Χανιώτικα Νέα 927/03/2025)
***
Η ταπεινωτική ήττα των μέσων ενημέρωσης στο δημοψήφισμα του 2015 ο συγγραφέας στον Π. Καρβουνόπουλο για το militair.gr (27/12/2024).
Συνέντευξη του Γιώργου Πλειού στον Θράσο Αβραάμ, Στο Νησί 99FM (31/12/2024)