 Μια γενικευμένη δυσφορία, μια στενόχωρη ατμόσφαιρα κυριάρχησε σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας την εβδομάδα της Δεκεμβριανής μας εξέγερσης.
Η στενοχώρια των πολιτών προέρχεται από το γεγονός ότι αλλεπάλληλες ερωτήσεις δεν βρίσκουν εύκολη (ή, πιο σωστά), βολική απάντηση. Ερωτήσεις γεννιώνται τόσο σε αυτούς που καταλαβαίνουν / δικαιολογούν την αντίδραση των νέων όσο και σε εκείνους που αισθάνονται αυτή την εξέγερση ακατανόητη / αδικαιολόγητη. Οι ερωτήσεις αυτές, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ιστορία μας, έχουν (συν)ταράξει τους πάντες.
Αλλά οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι πολιτικές, με τη στενή έννοια του όρου. Είναι βαθύτατα οντολογικές. Αφορούν την υπαρξιακή υπόσταση του Έλληνα ως σύγχρονου πολίτη. Είναι ερωτήσεις σιωπηρά αποθηκευμένες στην άβυσσο της ψυχής του καθενός μας. Είναι ερωτήσεις αποθηκευμένες μαζί με τις αγορές μας, τις συναλλαγές μας, τις κομπίνες μας, τις απάτες μας, τα ψέματά μας, την αμνησία μας. Είναι ερωτήσεις που αφορούν την πολύ ατομική μας σχέση με αξίες που λησμονήσαμε και υποκαταστήσαμε για μας –αλλά κυρίως για τα παιδιά μας– με εύκολες αγορές, ερωτήσεις που αφορούν την πολύ προσωπική μας σχέση με τη φτηνή παιδεία που επιτρέπουμε να παρέχεται στα παιδιά μας, την ολόδική μας σχέση με την πολεοδομία, τις τράπεζες, την εφορία, τα νοσοκομεία, τις τοπικές ή άλλες εξουσίες της καθημερινότητάς μας κ.λπ. κ.λπ. Οι ερωτήσεις αυτών των ημερών είναι βαθύτατα υπαρξιακές ερωτήσεις μιας κοινωνίας σε κρίση – γι’ αυτό και παράγουν δικαιολογημένη μελαγχολία. Επειδή για να τις απαντήσουμε, ο καθένας ξεχωριστά, οφείλουμε να κοιτάξουμε κατά μέτωπο το συλλογικό μας πρόσωπο στον καθρέφτη – και καθρέφτης αυτή τη στιγμή είναι τα οργισμένα μάτια των παιδιών που διαδηλώνουν (και θα συνεχίσουν να διαδηλώνουν): εναντίον μας.
Α.Μ.
|